Το εκπαιδευτικό σύστημα, παρ’ όλα τα στραβά που έχουμε αναφέρει κατά καιρούς πως έχει, οφείλουμε να ομολογήσουμε πως στην επιλογή των εκπαιδευτικών πραγματοποιεί βήματα προόδου. Και φυσικά δεν αναφέρομαι πουθενά αλλού, πέρα από τους καθηγητές και δασκάλους, στους οποίους διακρίνεται έντονα το παιδαγωγικό στοιχείο, γεγονός που ωθεί την εκπαιδευτική διαδικασία να γίνεται πιο άμεση ανάμεσα στον εκπαιδευτικό και τον μαθητή. Εκτός όμως από τη διεξαγωγή του μαθήματος, οι παιδαγωγοί- εκπαιδευτικοί πλέον, βρίσκονται κοντά στα παιδιά, τους στέκονται σαν γονείς και προσπαθούν να διατηρούν τις ισορροπίες σε ένα τόσο μεγάλο μαθησιακό σύνολο.
Ας μην ξεχνάμε πως όσο περνάνε τα χρόνια, τα πράγματα κι οι καταστάσεις που ζούμε γίνονται ολοένα και πιο δυσοίωνα, αφήνοντας τεράστιο αντίκτυπο στα παιδιά, αποτέλεσμα που φαίνεται με την πάροδο του χρόνου. Στην ελληνική κοινωνία, που δέχεται ανθρώπους από διαφορετικές χώρες, οι οποίοι έρχονται προς αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής, είναι αναμενόμενο να υπάρχουν διαφορετικές εθνικότητες οι οποίες εντοπίζονται σε μια σχολική τάξη. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας: αυτή είναι ίσως μια από τις δυσκολότερες δοκιμασίες για έναν καθηγητή. Μαθητές με διαφορετικά χαρακτηριστικά γίνονται βοά από κομμάτι των συμμαθητών τους που βγάζουν πάνω τους την αβεβαιότητα, την ημιμάθεια για το διαφορετικό και την κουλτούρα που έχουν λάβει από το οικογενειακό περιβάλλον. Κι εγένετο ο ρατσισμός στο σχολικό περιβάλλον.
Έχουμε αναρωτηθεί ποτέ πόσο δύσκολο είναι για έναν εκπαιδευτικό να διαχειριστεί τις ρατσιστικές εκδηλώσεις μεταξύ μαθητών; Κι αν ναι, ίσως να μην έχουμε αντιληφθεί πλήρως την κρισιμότητα της κατάστασης, μιας κι απαιτείται, πρώτα απ’ όλα, το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα να μεριμνήσει για την απομάκρυνση αυτού του φαινομένου. Διότι όταν υποχρεούται να διδάξει ύλη από βιβλία που ορισμένες φορές προβάλλουν ρατσιστικά πρότυπα, χάνεται εξ αρχής η όποια προσπάθεια γίνεται για ισότητα κι εξάλειψη του φαινομένου.
Όσον αφορά τον ίδιο τον εκπαιδευτικό τώρα, μόλις πέσει στην αντίληψή του μια ρατσιστική συμπεριφορά, οφείλει να παρατηρήσει το παιδί που κακοχαρακτηρίζεται από τον συμμαθητή του, να επέμβει και να σταματήσει διπλωματικά τη λογομαχία τους και ταυτόχρονα να θέσει όρια στον δεύτερο. Όχι με άσχημο κι επικριτικό τρόπο όμως, καθώς έτσι θα χάσει το πλεονέκτημα, αλλά εξηγώντας του τη σημασία της διαφορετικότητας, μια διαδικασία που δεν μπορεί να επιτευχθεί από τη μια μέρα στην άλλη κι απαιτεί και βοήθεια από τον οικογενειακό κύκλο. Η επικοινωνία με τους γονείς του παιδιού μπορεί να είναι μια αρκετά ωφέλιμη λύση, αλλά δυστυχώς η πιθανότητα να το εκλάβουν ως παρέμβαση πέραν του επιτρεπτού είναι πολύ ισχυρή.
Εφόσον η κατάσταση αρχίζει να οξύνεται, κρίνεται αναγκαίο να ενημερωθεί ο διευθυντής και να πράξει από ‘κει και πέρα, οτιδήποτε θεωρεί πως θα έχει αποτέλεσμα. Εφόσον το συμβάν περάσει στα χέρια του διευθυντή, ο αρμόδιος δάσκαλος-καθηγητής, είναι καλό να παρατηρεί τυχόν επαναλαμβανόμενες ρατσιστικές συμπεριφορές. Οι αποφάσεις περί διαχείρισης λοιπόν του ρατσισμού σε ένα σχολείο, πρέπει να λαμβάνονται από κοινού με τον διευθυντή και τον εκπαιδευτικό, καθώς ο δεύτερος διαθέτει μια πλήρη εικόνα του συμβάντος, αλλά επίσης και των χαρακτηριστικών των μαθητών. Διότι, μπορεί οι μαθητές να τρέφουν ναι μεν μεγαλύτερο σεβασμό και φόβο προς τον διευθυντή, καθώς τον θεωρούν ως ανώτερο διοικητικό στρώμα με εξουσία, ωστόσο ακόμα κι έτσι, είναι διαφορετικό να τηρεί ο μαθητής μια υπόδειξη κι άλλο να αντιλαμβάνεται το γιατί υπήρξε.
Προκειμένου να λυθεί μια τέτοια κατάσταση, ο καθηγητής είναι υποχρεωμένος να λάβει υπόψη του την προσωπικότητα των μαθητών, τα κύρια χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς τους και, γιατί όχι, την οικογενειακή τους κατάσταση. Η οικογένεια ως πρωτογενής φορέας κοινωνικοποίησης του ατόμου, σχηματίζει σε μεγάλο βαθμό τις απόψεις και τα πρότυπα που υιοθετεί έως κάποια ηλικία. Για τον λόγο αυτό, ορισμένες συμπεριφορές και αντιλήψεις, είναι αρκετά πιθανό να απορρέουν από το σπίτι και δε φεύγουν με μια παρατήρηση εντός ή εκτός αίθουσας. Αντίθετα, μαθαίνουν να δρουν υπόγεια και πιο “έξυπνα”.
Ο ρατσισμός δεν έχει καμία θέση στην κοινωνία μας, πόσω μάλλον στον σχολικό χώρο. Η μόρφωση, τα πτυχία, οι επιτυχίες, τα μάτια, τα κιλά, η θρησκεία, το χρώμα, δεν κάνουν κανέναν άνθρωπο διαφορετικό και καλύτερο από τον διπλανό του. Ο καθένας έχει δική του, προσωπική ομορφιά που αντικατοπτρίζει την ταυτότητά του. Η έλλειψη κοινωνικής παιδείας των ανθρώπων στη χώρα μας, έχει οδηγήσει τα επίπεδα ρατσισμού σε κόκκινες γραμμές. Κι ένας καθηγητής, ή και περισσότεροι, δεν μπορούν νσ φέρουν μόνοι τους την άνοιξη. Γι’ αυτό λοιπόν ας σταματήσουμε να κομπάζουμε για τα πτυχία μας, τα μπράτσα μας, την εθνικότητά μας κι αυτά που νομίζουμε ότι μας κάνουν ξεχωριστούς κι ας αποφασίσουμε να γίνουμε άνθρωποι- παράδειγμα για τα παιδιά μας. Γιατί ο κόσμος, από ανθρώπους με παιδεία έχει ανάγκη.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου