Θα ήταν περιττό να κάνουμε προλόγους περί δεινών γεγονότων κι αυτή τη βδομάδα, καθώς έχουμε φτάσει σε σημείο να θεωρούμε τόσο αυτονόητο και κοινότοπο το “κακό”. Η απόγνωση που ‘πνιξε τους κατοίκους της Θεσσαλίας βρίσκεται στο μυαλό όλων, μα έρχεται και κορυφώνεται μ’ ένα ερώτημα πολύ σύνηθες πια: σε τι χώρα ζούμε και με τι αντίτιμο, στην τελική; Στη χθεσινή του συναυλία στην Τεχνόπολη Αθηνών, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης επέλεξε να καλησπερίσει το κοινό του με αυτόν τον τρόπο, της απόγνωσης, της απογοήτευσης, με την προσδοκία η μουσική να απαλύνει προσωρινά τη μαυρίλα, τη λάσπη.
Ξεκινώντας το πρόγραμμα, απευθύνθηκε προς τον κόσμο που τον παρακολουθούσε λέγοντας: «Έρχομαι από τις λάσπες. Τους πνιγμένους ανθρώπους, τα πνιγμένα ζώα, τα πεσμένα δέντρα. Από τις κομμένες εθνικές οδούς. Από την κομμένη, την καμένη, την πνιγμένη χώρα μας. Έρχομαι από τον Βόλο, που ο δήμαρχος της πόλης, πριν από τρεις μέρες -ο ανεκδιήγητος δήμαρχος- ανεβασμένος σε μια μπουλντόζα, φώναζε στην ερημιά -εκεί που δεν υπήρχε άνθρωπος- “ήρθε το φαΐ και το νερό! Ελάτε να πάρετε!”. Για την κάμερα, κάνοντας προεκλογικό σποτ μπας και τον ξαναψηφίσει κανείς». Απλά λόγια, σύντομα, με έναν τόνο φωνής που θα χαρακτήριζα κουρασμένο. Κι αν με ρωτάς, ακούσαμε όσα με μανία παλεύουν τα κανάλια να σκεπάσουν στα ρεπορτάζ της πλάκας με ένα πρόχειρο και χιλιοδοκιμασμένο “η κυβέρνηση δεσμεύεται να δώσει αποζημιώσεις”.
Και για τις δηλώσεις του Αλκίνοου, ο δήμαρχος Βόλου είχε να πει πως «τι με νοιάζει τι λέει; Τον ξέρει τον Ιωαννίδη κανένας; Ένα νούμερο είναι, ένα νούμερο που έχει μια κιθάρα και απευθύνεται σε μία συγκεκριμένη μερίδα ανθρώπων» και μεταξύ άλλων συνέχισε: «Εγώ αυτός είμαι, άμα σας αρέσω. Θα με κρίνει τώρα ο Ιωαννίδης το νούμερο. Μην τρελαθούμε κιόλας. Ήρθε εδώ στον Βόλο, τη Λάρισα, στον Παλαμά να μοιράσει δυο μπουκάλια νερό, να δώσει δυο σάντουιτς, να πάρει μία γιαγιά να της πάει την ινσουλίνη;»
Ο Βόλος, η Καρδίτσα και η Λάρισα στην κυριολεξία χάνονται, ζωές διαλύθηκαν μέσα σε λίγα εισοσιτετράωρα και δυστυχώς γίνεται είδηση το γεγονός πως βγαίνει ένας άνθρωπος-που δεν είναι αρμοδιότητά του- και λέει την αλήθεια γι’ αυτήν τη δυστοπία που απολαμβάνουμε και καμαρώνουμε. Καιγόμαστε, πνιγόμαστε, εξαθλιωνόμαστε μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο και η απάντηση όσων έχουμε εμπιστευτεί την ποιότητα ζωής μας, είναι φθηνά επικοινωνιακά τρικάκια στο γυαλί. Για ψήφους, γι’ αυτή τη στάχτη στα μάτια που για δεκαετίες ολόκληρες έχει καταφέρει να κάνει έναν λαό να φαίνεται ανήμπορος και συνάμα βλάκας. Τη στιγμή αυτή οι νεκροί που έχουν ανασυρθεί από τις λάσπες είναι δεκαπέντε κι όσο κι αν θα θέλαμε να το πιστέψουμε, ο αριθμός δε θα παραμείνει ίδιος. Πάρα πολλά σπίτια εξαφανίστηκαν από το ύψος του νερού, δρόμοι κόπηκαν στα δυο. Ο μήνας έχει εννιά βέβαια, χωρίς να θέλω να επαναλαμβάνομαι.
Αυτό που εξέφρασε ως -αποδεκτή πια- αλήθεια ο τραγουδιστής προς το κοινό του, είναι πως το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι η τραγωδία που για ακόμη μια φορά ήρθε και βρήκε τη χώρα μας. Το σοβαρό δυστύχημα είναι πως θα επιλέξουμε ξανά τα ίδια πρόσωπα να ηγηθούν του τόπου. Να πούνε, μα να μην κάνουν. Θα δούμε ξανά περιουσίες να γίνονται στάχτη, ζωές να χάνονται και σπίτια να κλείνουν. Αν αναλογιστεί κανείς τις ειδήσεις του τελευταίου διαστήματος, δε θα δει κάτι παραπέρα από μαυρίλα, θρήνο και οργή για αυτό που με θράσος αποκαλούμε επιτελικό κράτος. Χθες μιλούσαμε για τον αδικοχαμένο Αντώνη που πνίγηκε, μιας κι οι ζωές έχουν μικρότερη και μεγαλύτερη αξία, κατά τη βούληση κάποιων. Πριν λίγες μέρες βλέπαμε τον Έβρο να καίγεται και το μοναδικό άμεσο μήνυμα που λάμβαναν οι άνθρωποι ήταν το «εκκενώστε». Είμαστε πράγματι μια χώρα καμμένη, κομμένη, πνιγμένη. Μια χώρα που σκοτώνει τα παιδιά της, με κάθε δυνατό τρόπο. Μια χώρα προς εγκατάλειψη.
Η δήλωση του Αλκίνοου Ιωαννίδη έκλεισε ως εξής: «Από τη χώρα χωρίς παιδεία, χωρίς υγεία, χωρίς πολιτισμό, χωρίς πρόβλεψη, χωρίς προετοιμασία, χωρίς πρόνοια, χωρίς έγνοια, χωρίς φροντίδα, χωρίς ευθύνη. Έρχομαι από τη λάσπη! Και σας ευχαριστώ μετά από τις πολύ έντονες ημέρες μέρες και νύχτες που είστε σήμερα εδώ για να στήσουμε μαζί μια ηλεκτρική γιορτή πάνω στην καταστροφή.»
Θα ήταν λυτρωτικό αν κάποια στιγμή συνειδητοποιούσαμε την κατάντια αυτή σε όλο της το μέγεθος. Θα ήταν ανακουφιστικό αν άνθρωποι της τέχνης, του θεάματος, δε χρειαζόταν να ανεβούν στην σκηνή κι αντί να καλωσορίσουν με λόγια αισιοδοξίας, να πρέπει να μιλήσουν για γεγονότα που ούτε σε εφιάλτη δε θα θέλαμε να δούμε. Οι μέρες που μας ξημερώνουν είναι ζοφερές κι επικίνδυνες ακριβώς επειδή η πραγματικότητα ήρθε να μας επιβεβαιώσει πως δεν έχουμε κανέναν πέρα από τον διπλανό που θα δώσει και την ψυχή του για να βοηθήσει. Στα πιο πάνω κλιμάκια, όλους εκείνους που μιλούν από προεδρικά γραφεία, μόνο συγχαρητήρια θα μπορούσαμε να δώσουμε, για την ταχύτερη αποποίηση ευθυνών που έχει σημειωθεί ποτέ πάνω σε αυτόν τον κόσμο.
Η σκέψη μας στους πλημμυροπαθείς, στους ανθρώπους που έχασαν περιουσίες κι οικείους τους, σε όλους εκείνους που το αύριο δεν ξέρουν πού θα τους βρει και σε τι κατάσταση. Δε γνωρίζω μέχρι πότε θα επιτρέπουμε εμείς οι ίδιοι, να ζούμε με έναν συνεχόμενο φόβο μέσα μας πως ό,τι κι αν μας συμβεί πρέπει να ανοίξουμε τα χέρια και να προσευχηθούμε για να σωθούμε. Δε γνωρίζω επίσης γιατί μας αξίζει ως λαός, συνολικά, να νιώθουμε τόσο μόνοι και τόσο ανυπεράσπιστοι κάθε φορά που το ανελέητο θράσος κι η ανευθυνότητα όσων μας δυναστεύουν, μας βυθίζει στο πένθος. Είμαστε η Ελλάδα των “χωρίς”, η Ελλάδα του “δεν το είχαμε προβλέψει”. Είμαστε ο λαός που δεν του αξίζει να βασανίζεται άλλο.
Πηγή φωτογραφίας
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου