Και τι να κάνεις πια.
Τι μπορείς να κάνεις.
Πώς να το αλλάξεις.
Πώς να φωνάξεις.
Μάταια όλα.
Γράφεις εδώ δυο αράδες, πιάνεις και καμιά κουβέντα με δυο φίλους.
Βαλβίδα αποσυμπίεσης.
Και το ξέρεις.
Κάθε μέρα και περισσότερο, ότι είσαι μόνος σου απέναντι στο τέρας.
Απέναντι στο άδικο, στο απάνθρωπο, στο άπληστο.
Απόγνωση. Δεμένα χέρια.
Και κρύβεσαι στη γωνιά σου.
Και περιμένεις πότε θα ρθει η σειρά σου.
Δεν έχει νόημα πια.
Δεν έχει ουσία καμιά κουβέντα.
Το μόνο που σου απομένει είναι ν’ ανάψεις κάνα κεράκι στις εκκλησίες.
Κι είναι τόσο δύσκολο κι αυτό.
Γιατί κι η πίστη σου κι αυτή σε εγκατέλειψε.
‘Η δεν υπήρξε ποτέ.