Εάν καταπιανόμασταν με το ν’ αναλύσουμε το κεφάλαιο «γονείς» θα βασανιζόμασταν χρόνια προσπαθώντας να επιτύχουμε τον τέλειο ορισμό. Κι επειδή τελειότητα σπάνια υπάρχει, πιθανότατα θα αποτυγχάναμε κιόλας. Χωνεύοντας την ήττα μας αυτή, θα δίναμε έναν γενικό ορισμό και θα συνδέαμε τους γονείς με την ευθύνη κι η ευθύνη, από φυσικού της, γεννά συναισθήματα. Ζορίζει και ζητά αποφάσεις κι επειδή εάν μπεις στο σπορ του γονέα δεν ξεφεύγεις ποτέ, ζορίζεις και ζορίζεσαι εσαεί. Είτε στην παιδική ηλικία είτε στην ενήλικη, ο γονιός είναι εκεί, άλλοτε γλυκά κι άλλοτε πιεστικά να στηρίζει τα τέκνα του ακόμα κι αν τους προκαλεί θυμό. Πώς διαχειρίζεται κανείς αυτό το θυμό κι από πού πηγάζει;
Οι γονείς στα πρώτα στάδια της ζωής μας έχουν το ρόλο αυθεντίας· είναι ο κόσμος μας όλος, το λυσάρι κάθε απορίας, ο πυλώνας των πρώτων μας βημάτων, όμως η ενηλικίωση φέρνει στο προσκήνιο την ανησυχία και την αμφισβήτηση και τότε το κάστρο της σταθερότητάς μας βάλλεται. Όταν χάνουμε τις σταθερές μας, νιώθουμε έναν εκνευρισμό που απορρέει από τον φόβο για το άγνωστο που καλούμαστε ν’ ανακαλύψουμε. Το πιο σοκαριστικό της υπόθεσης είναι πως αυτό το άγνωστο είμαστε εμείς κι οι εαυτοί μας. Ποιοι είμαστε κατά βάθος εμείς εάν αποκοπούμε απ’ όσα μας έμαθαν, αν τα φιλτράρουμε κι αν επιλέξουμε όσα μας εκφράζουν; Κι αν δε μας ταιριάζουν όσα γνωρίζαμε μέχρι πρότινος; Και ποιος θα μας μάθει τα επόμενα;
Οι γονείς έχουν γκάμα συναισθημάτων που κυμαίνεται συνήθως από την αγάπη έως τη στοργή και γειτονεύουν με παρόμοιους ομόκεντρους κύκλους. Από θετικά συναισθήματα, όμως, πώς προκαλείται θυμός; Ίσως από τη λάθος εκφρασμένη αγάπη ή από την καταπίεση που κάποιοι ερμηνεύουν ως ενδιαφέρον. Μπορεί να πηγάζει κι από την παιδική ηλικία που δεν υπάρχει πια, μα οι γονείς δεν το αντιλαμβανονται. Μια φορά κι έναν καιρό μεγαλώσαμε… Ας παραδεχτούμε, όμως, ως ενήλικες πια, πως κι ο θυμός είναι εύκολο συναίσθημα- άλλωστε τον έχουμε έμφυτο. Άρα, δε χρειαζόμαστε και τεράστιο κίνητρο για να τον νιώσουμε. Μας φταίει κάποια ταραχώδης παιδική ηλικία ή μια παρεμβατική διάθεση στην ενήλικη ζωή μας για να μπει στο στόχαστρο του θυμού ο γονιός μας και τότε του ρίχνουμε το φταίξιμο- όχι πάντα αδίκως. Ίσως πάλι και να εστιάζουμε όλη την προσοχή μας στο να ονειρευόμαστε πώς θα ήταν μια διαφορετική εκδοχή κι επειδή δεν τη ζούμε, να μάς γεμίζει με πικρία, κι αυτή έπειτα με θυμό.
Όταν δεν ξέρουμε ποια εκδοχή μας ταιριάζει, ξεκινάμε με το να αποκλείουμε όσες θεωρούμε μακριά από τα δικά μας δεδομένα. Έτσι και με τη σχέση μας με τους γονείς μας, το πρώτο φάρμακο για τη θεραπεία είναι ο χρόνος. Ο προσωπικός χρόνος, αυτός που μας δίνει χώρο ν’ αναλογιστούμε όσα αισθανόμαστε και πόσα από αυτά είναι στη λάθος κατεύθυνση. Ο χρόνος αυτός δημιουργεί μια κάποια απόσταση βέβαια, που για να κατανοηθεί ίσως χρειαστεί μιας κάποιας μορφής επεξήγηση από πλευράς μας. Ένα “μαμά, μπαμπά, θέλω τον χρόνο μου γιατί” ίσως να είναι άβολο, μα λιγότερο επίπονο από διαρκώς τεταμένες σχέσεις. Περνάμε μια φάση κρίσης κι αναζητάμε τα πατήματά μας, αλλά ακόμα σας αγαπάμε καλοί μας γονείς, ακόμα κι αν αρκετές φορές σας κατηγορούμε. Έτσι κι αλλιώς διαχρονικά είναι πιο εύκολο να ξεσπάς σ’ όσους θα είναι εκεί και μετά την έκρηξη θυμού.
Εάν δε μπορούμε μόνοι μας να διαχειριστούμε την επιθυμία απαλλαγής του θυμού και της εσωτερικής αναζήτησης, τότε κάλλιστα μπορούμε να οδηγηθούμε στα σκαλιά της ψυχοθεραπείας. Ένας ειδικός που θέτει τα σωστά ερωτήματα, γεννά ερεθίσματα βελτίωσης κι αυτοανακάλυψης, τις περισσότερες φορές μας οδηγεί λιγότερο επώδυνα και γρηγορότερα σ’ απαντήσεις. Αν δεν καλοβλέπει κανείς τη συζήτηση με τον ειδικό, ίσως να πρέπει απλώς να συζητήσει με τους ίδιους του τους γονείς, όσο πιο εποικοδομητικά γίνεται.
Το πιο λυτρωτικό στάδιο όλης αυτής της διαδικασίας είναι σίγουρα η κατανόηση συμπεριφορών και καταστάσεων, όπως κι η συγχώρεση. Εύκολα ειπωμένη πρόταση, δύσκολα εφαρμόσιμη, όμως έχει έναν αέρα ξελαφρώματος που αξίζει σε κάθε ταλαιπωρημένη ψυχή που λαμβάνει καταπιεστικά, την αγάπη των γονέων της, για να μην ξεχάσει πως υπάρχει κι άλλος τρόπος.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου