Ρωτώντας πας στην Πόλη αλλά μαθαίνεις και πράγματα που κανένα google ποτέ δε θα σου πει. Μυστικά μαντζούνια, ερωτήσεις κάπως άβολες ή αδιάκριτες, απορίες για τις μεγάλες ώρες, τιπς για τη δουλειά ή συνταγές ξεχασμένες, ό,τι δεν ήξερες ότι ήθελες να μάθεις, θα στο πουν τα μικρά μας ρεπορτάζ.
Γράφει ο Δημήτρης Ευσταθιάδης (#recording_the_silence)
Σεπτέμβριος του ’06, όταν έδωσα πρώτη φορά εξετάσεις για το δίπλωμα οδήγησης σε πορεία. Το μυστικό για την επιτυχία, λίγο-πολύ γνωστό. Εγώ, όμως το είδα πατριωτικά και πήγα με το σπαθί μου. Αφού περνάω τα προφορικά, ξεκινάμε τη βόλτα μας. Το άγχος βάρεσε κόκκινο (ήταν και οι εξεταστές λίγο τρομακτικοί), ωστόσο κατάφερα και τα πήγα όπως έπρεπε να πάω. Κάποια στιγμή μού λένε να παρκάρω, λίγα μέτρα πιο κάτω. Κι εκεί γίνεται η ανατροπή. Μου παραβιάζει την προτεραιότητα ένας ιερωμένος (τον θυμάμαι καλά), μέχρι να φτάσω στο προκαθορισμένο σημείο και βρίσκει ο τροχός στο κράσπεδο. Οι εξεταστές έδειξαν να στεναχωριούνται και έλεγαν πόσο κρίμα είναι να κοπώ, εκεί στο τέλος της εξέτασης. Άραγε να θέλανε κάτι να μου πουν; Να μου ζητήσουν; Δεν το έμαθα ποτέ. Πάντως, κόπηκα. Και μάλλον άδικα. Για την ιστορία να πω πως τη δεύτερη φορά, πήγα πάλι με το σπαθί μου και πέρασα την εξέταση.
Θυμάται η Κ.
Ήμουν β’ γυμνασίου καλοκαίρι, στο εξοχικό μας που κάναμε πάντα διακοπές με τους γονείς μου και τους κολλητούς τους, που έχουν μια κόρη με την οποία εγώ είμαι σαν αδελφή (και την περνάω 4 χρόνια). Εγώ, λοιπόν, μ’ αυτή την κοπέλα ήμασταν κwλος και βρακί -όπου πήγαινε, πήγαινα κι αντίθετα. Εκείνο το καλοκαίρι γνώρισα ένα αγόρι, το πρώτο μου, και τα μυαλά φυσικά ήταν πάνω από το κεφάλι μου. Έτσι, ένα βράδυ κι ενώ πηγαίναμε πάντα όλοι μαζί στην πλατεία (5 λεπτά από το σπίτι), εγώ έφυγα μ’ αυτόν, πήγαμε στη θάλασσα και δώσαμε το πρώτο μας φιλί. Ένιωθα να πετάω και δε με κρατούσε η γη. Ούτε κινητά άκουγα, ούτε τίποτα. Κάποια στιγμή, μία ώρα μετά, είδα ότι είχα κάπου 30 κλήσεις από τη μάνα μου και τη δική της. Γύρισα πανικόβλητη στο σπίτι, όπου με περίμεναν και οι 4 (δικοί μου γονείς και δικοί της) για να με δικάσουν. Μάλιστα, αφού με κατσάδιασαν λες κι ήμουν κηδεμόνας της κι έπρεπε να την προσέχω, μου είπαν ότι τους απογοήτευσα, ότι ήμουν ανώριμη, ότι την έθεσα σε κίνδυνο και πολλά-πολλά άλλα, τα οποία συνοδεύτηκαν κι από μια σφαλιάρα και στέρηση κινητού για μια βδομάδα. Πιο πολύ να σας πω την αλήθεια με πείραξε που δε με υποστήριξαν οι γονείς μου απέναντι στους φίλους τους και το ότι μου στέρησαν τη χαρά του πρώτου μου φιλιού. Πολλά χρόνια μετά, η μαμά μου μου έχει ζητήσει συγγνώμη για το σκηνικό αυτό και παραδέχτηκε ότι μου φόρτωσαν ευθύνες που σε καμία περίπτωση δεν ήταν δικές μου.
Εκμυστηρεύεται η Σταυρίνα Τσατσανίδη (#Κανένας_μόνος)
Δούλευα σ’ έναν φούρνο για 4 μήνες, νέα δουλειά, δεν είχα εμπειρία από ζαχαροπλαστείο και άρτο. Δούλευα σταθερή βάρδια με μια πωλήτρια που μου φάνηκε από την αρχή πολύ ευγενική. Μιλούσαμε, γελούσαμε και μου μάθαινε ό,τι χρειαζόταν να γνωρίζω. Εκείνη την περίοδο δεν το γνώριζα αυτό, αλλά ήταν όλα θέατρο. Τα αφεντικά ήταν μεγιστάνες αλυσίδας, δεν έρχονταν ποτέ και δεν είχαμε επαφή μαζί τους. Η εκπαίδευση ήταν πάνω στις πωλήτριες. Εκείνη μου είπε τι έπρεπε να κάνω, πότε να κερνάω κάτι, τι να πετάω και πώς να τακτοποιώ τα πράγματα. 4 μήνες μετά απολύθηκα γιατί όλα όσα μου έδειξε ήταν λανθασμένα και μετά με κατηγορούσε για αυτά στους ανώτερους, λέγοντας πως ενώ μου τα είχε δείξει εγώ επέμενα να τα κάνω λάθος. Έκλεβε την επιχείρηση, κι εγώ την κάλυπτα γιατί φοβόμουν να μη χάσω τη δουλειά μου, μέχρι που το ένα αφεντικό μου, μια εβδομάδα μετά την άδικη απόλυσή μου, μου έστειλε μήνυμα και μου ζήτησε εξηγήσεις κι εγώ ευχαρίστως τις έδωσα, με αποδείξεις, μηνύματα και φωτογραφίες. Δεν τιμωρήθηκε ποτέ επειδή είχαν έλλειψη προσωπικού, αντ’ αυτού τιμωρήθηκα εγώ που απλώς πίστεψα στο καλό των ανθρώπων. Lesson learned.
Γράφει η Ζ.
Ήταν μια υπέροχη μέρα κι ένιωθα φουλ ανακουφισμένη όταν χτύπησε το τελευταίο κουδούνι στο σχολείο, σηματοδοτώντας το τέλος μιας ακόμα εβδομάδας μαθημάτων. Οι φίλοι μου κι εγώ ήμασταν στο δημοτικό και αποφασίσαμε να εκμεταλλευτούμε στο έπακρο την «ελευθερία» μας πηγαίνοντας στο πάρκο που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το σχολείο. Όταν φτάσαμε, παρατηρήσαμε μια ομάδα μικρότερων μαθητών να είναι μαζεμένοι γύρω από ένα σημείο και να συζητάνε. Από περιέργεια, πλησιάσαμε για να δούμε τι συνέβαινε. Ένα από τα μικρότερα παιδιά (αυτό που ήταν στο κέντρο) φώναζε και κλοτσούσε αριστερά-δεξιά χωρίς κάποιον εμφανή λόγο, ενώ άρχισε σιγά-σιγά να πλησιάζει προς το μέρος μου. Εκείνη τη στιγμή ήρθε η μητέρα του κι άρχισε να φωνάζει και να ισχυρίζεται πως κάτι έκανα στο παιδί της, οπότε κι αποφάσισε μόνη της να με σφαλιαρίσει. Εννοείται πως το είπα στη μαμά μου κι εκείνη πήρε τα μέτρα της, αλλά ακόμα νιώθω έξαλλη όταν θυμάμαι τι σκηνικό.
Μοιράζεται ο Ρ.
Ήταν βράδυ Παρασκευής στην πόλη, και είχα περάσει αρκετά λεπτά κάνοντας κύκλους γύρω από το πάρκινγκ σε αναζήτηση μιας κενής θέσης. Τελικά, εντόπισα μία και πάρκαρα γρήγορα, ανακουφισμένος που τα κατάφερα μετά από μια αιωνιότητα. Πάρκαρα το αυτοκίνητό μου, φρόντισα το παρκόμετρο κι έβαλα το εισιτήριο στάθμευσης στο ταμπλό, όπως έπρεπε. Συνέχισα τις δουλειές μου, απολαμβάνοντας τη βραδιά μου με φίλους, και ξέχασα εντελώς την όλη κατάσταση με το παρκάρισμα. Ωστόσο, όταν επέστρεψα στο αυτοκίνητο λίγες ώρες αργότερα, βρήκα μια κλήση στάθμευσης κρυμμένη κάτω από τον υαλοκαθαριστήρα του παρμπρίζ. Εξέτασα αμέσως την κλήση και νευρίασα ακόμα περισσότερο καθώς αφορούσε σε λήξη χρόνου, κάτι που ήταν αδύνατο, αφού είχα πληρώσει για τον μέγιστο επιτρεπόμενο χρόνο. Ήμουν σίγουρος ότι είχα δίκιο αλλά η κλήση είχε εκδοθεί και το βαρύ πρόστιμο δεν μπορούσα να το γλιτώσω.