Ο άνθρωπος όσο ζει μαθαίνει και διαλέγει ρόλους. Οι ρόλοι μάλιστα που διαλέγει είναι ποικίλοι κι αλλάζουν κάθε φορά, ανάλογα με τις περιστάσεις, τα κέφια και τις ανάγκες της «παράστασης». Πότε λοιπόν ο άνθρωπος βρίσκεται να παριστάνει τον κυρίαρχο για να δείξει πως στη δουλειά έχει υπεροχή, πότε να κάνει τον κλόουν για να γελάσει το φιλαράκι που περνάει δύσκολα και πότε καταλήγει να το παίζει θύμα, υποτιμώντας όχι μόνο τις αντοχές του αλλά και κάνοντας τη ζωή του πιο δύσκολη.

Το θέμα ωστόσο με τους ρόλους είναι, πως υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να γίνουν μέρος της καθημερινότητάς μας, κομμάτι της ζωής μας αναπόσπαστο, μέρος του χαρακτήρα μας. Κι όταν λοιπόν ένας άνθρωπος πονάει, κλαίει, κατηγορεί για όλα την πρώην σχέση του και δεν αναλαμβάνει ούτε μία στάλα ευθύνης, όλο αυτό γίνεται η πραγματικότητά του. Δεν παρουσιάζει απλώς τον εαυτό του ως θύμα για να πονέσει λιγότερο, να γλιτώσει από τη λήψη ευθυνών, να σηκώσει το δάχτυλα και να γυρίσει την πλάτη, πιστεύει όντως τις περισσότερες φορές πως είναι το θύμα. Και πώς είναι πραγματικά ένα θύμα; Τραυματισμένο, ανασφαλές, ανήμπορο να πάρει τη ζωή στα χέρια του, να λάβει αποφάσεις, να ρισκάρει, να ζήσει τη ζωή.

Έτσι λοιπόν το άτομο που το παίζει θύμα, ακόμα κι αν όντως πονάει, στεναχωριέται και πιστεύει πως ακόμη πονάει φριχτά το δοντάκι του, δε συναινεί μονάχα στο να βιώσει μια βαθιά διαδικασία αυτοταπείνωσης -η οποία ίσως και να είναι απαραίτητη μερικές φορές στη ζωή-, αλλά αφήνει τον ίδιο του τον εαυτό να πιστέψει πως όντως δεν μπορεί να προχωρήσει, να ξανασηκωθεί, να ερωτευτεί, να παλέψει κι εν τέλει να ζήσει. Μπαίνει τόσο βαθιά στον ρόλο που ξεχνάει ότι όλο αυτό ξεκίνησε απλώς με το να βρίζει το ταίρι για ν’ αισθανθεί καλύτερα. Ξεχνάει και προσπερνάει τελειών το κομμάτι της αυτοκριτικής, της απομυθοποίησης του άλλου ατόμου και της συγχώρεσης και των δύο, με αποτέλεσμα να νιώθει πως δεν έχει κανέναν λόγο στη ζωή του κι όλα τα άσχημα απλώς «συμβαίνουν».

Η αλήθεια είναι όμως πως ο κάθε άνθρωπος είναι υπεύθυνος κι ικανός να δημιουργήσει τις περισσότερες φορές τη δική του πορεία, ανεξάρτητα από του πώς του τα έφερε η ζωή κι αν πόνεσε ή όχι. Η συνειδητοποίηση λοιπόν πως σε περιπτώσεις που η σχέση δεν ήταν κακοποιητική, δεν υπάρχουν ρόλοι θύτη και θύματος είναι όχι μόνο ζωτική, αλλά και λυτρωτική. Είναι εντάξει ένας άνθρωπος να έχει κάνει λάθη, να έχει πληγωθεί και πληγώσει -ειδικά αφού έχει αγαπηθεί κι αγαπήσει. Γιατί ο πόνος δεν είναι κομμάτι της αγάπης ναι, αλλά είναι κομμάτι ανθρώπινο κι αποδεκτό -ειδικά όταν συνοδεύεται από ειλικρινή μετάνοια.

Πώς λοιπόν όταν κάποιος άνθρωπος υιοθετεί τον ρόλο του θύματος, να νιώσει έτοιμος μετά απ’ όλα αυτά να προχωρήσει; Πώς ν’ αισθανθεί ότι μπορεί να εμπιστευτεί ξανά, ν’ ερωτευτεί, να πιστέψει στην ομορφιά, την τέχνη, την παιδεία και καθετί που είναι συνώνυμο της ελπίδας και της αγάπης;

Η απάντηση είναι ότι δεν μπορεί. Γιατί για να πάει κανείς παρακάτω, χρειάζεται κότσια και δουλειά με τον εαυτό του. Χρειάζεται να ‘ναι έτοιμος ν’ αντιμετωπίσει τις ευθύνες του, τα λάθη του, τις κακές του στιγμές κι όλα όσα δεν τον κάνουν περήφανο. Αν δε γίνει αυτό, αν μείνει ο άνθρωπος να κουνάει το δάχτυλο σε πρώην και να ωρύεται πως αδικήθηκε κι όλοι οι άλλοι είναι σκάρτοι, όχι μόνο έχει χάσει την ευκαιρία του να προχωρήσει, αλλά έχει χάσει και το δικαίωμά του να διεκδικήσει στη ζωή έναν καλύτερο ρόλο.

Συντάκτης: Ζηνοβία Τσαρτσίδου