Η μοναδική εμπειρία του Ζίγκμουντ Φρόιντ στην Ακρόπολη φαίνεται ότι ήταν έντονη, το 1904, όταν την επισκέφθηκε συνοδευόμενος από τον μικρότερο αδελφό του, Αλεξάντερ. Μάλιστα, ήταν της μόδας για την υψηλή κοινωνία της εποχής, η Αθήνα, που αποτελούσε υποχρεωτικό σταθμό για κάποιον που αποφάσιζε να κάνει ένα ταξίδι κι αυτό δεν αποτέλεσε εξαίρεση ούτε για τα αδέρφια από τη Βιέννη. Όμως, τα ταξιδιωτικά τους σχέδια για την Κέρκυρα, που ήταν κι ο προορισμός τους αρχικά, διαταράχθηκαν, οπότε έμειναν στην Αθήνα λίγο περισσότερο από το προγραμματισμένο κι έτσι, γεννήθηκε κάτι σαν άρρωστο πάθος ανάμεσα στον πατέρα της ψυχανάλυσης και την Ακρόπολη.

Στις επιστολές του, ο Φρόιντ αναφέρει ότι το πρώτο συναίσθημα που ένιωσε, ήταν ένα deja-vu. Πράγματι, αυτό κατά κάποιο τρόπο ήταν αλήθεια, αφού είχε δει ένα αντίγραφό της στο Volksgarten της Βιέννης, όπου μια ρεπλίκα είχε παραγγελθεί από τον Ναπολέοντα τον ίδιο. Έγραψε στη σύζυγό του ότι “ξεπερνάει όλα όσα έχουμε δει ποτέ και όσα μπορεί κανείς να φανταστεί” κι ότι η θέα από την ακρόπολη ήταν πραγματικά υπέροχη.

Δεν ήταν μόνο αυτό, όμως. Στην Ακρόπολη, ο Φρόιντ βίωσε κάτι σαν “διαταραχή της μνήμης” (Erinnerungsstörung). Ήταν κάτι που αργότερα θα αναγνώριζε και θα ανέλυε ο ίδιος με διατριβή του. Πέρασε πολύ καιρό συλλογιζόμενος αυτή την εμπειρία κι έγραψε γι’ αυτήν χρόνια αργότερα, σε μια επιστολή προς τον Romain Rolland, έναν Γάλλο συγγραφέα και φίλο του. Η “Διαταραχή της μνήμης στην Ακρόπολη” θεωρείται σήμερα ένα θεμελιώδες έργο ψυχιατρικού χαρακτήρα, που ξεκίνησε τότε ακριβώς. Άλλωστε, ο ίδιος θεωρούσε εξίσου σημαντική την αυτοανάλυση κι αργότερα επέκτεινε τον όρο αυτό, αναλύοντας αυτό που θεωρούσε πως γεννά την απορύθμιση ή την ισορροπία.

 

«Με τις αποδείξεις των αισθήσεών μου, στέκομαι τώρα στην Ακρόπολη, μόνο που δεν το πιστεύω!»

Διαχρονικά η ελληνική ιστορία και μυθολογία είχαν εμπνεύσει βαθιά τον Βιεννέζο ψυχαναλυτή, από την παιδική του ηλικία, όπως φαίνεται και στο ψυχαναλυτικό του έργο. Τον προβλημάτιζε η αποστασιοποίηση που βίωσε εκεί και τη θεωρούσε αμυντικό μηχανισμό που έπρεπε να αποκωδικοποιήσει. Το ερώτημα, ωστόσο, είναι από τι ένιωθε αποστασιοποιημένος. Ήταν μια άμυνα από τα όνειρα που γίνονταν πραγματικότητα;

 

Η απάντηση στην οποία κατέληξε ήταν, παραδόξως, οιδιπόδεια. Ο ίδιος έγραψε:

«Σε αυτό το γενικό κίνητρο [δηλαδή της ενοχής, ότι ο γιος πρέπει να ξεπεράσει τον πατέρα] προστίθεται ο ιδιαίτερος παράγοντας ότι στο ίδιο το θέμα της Αθήνας και της Ακρόπολης περιέχεται μια ένδειξη της ανωτερότητας των γιων. Ο πατέρας μας ήταν επιχειρηματίας [Kaufmann], δε διέθετε μόρφωση, η Αθήνα δεν μπορούσε να σημαίνει πολλά γι’ αυτόν. Αυτό που μας ενοχλούσε στην απόλαυση του ταξιδιού στην Αθήνα, ήταν επομένως ένα αίσθημα [παιδικής] ευσέβειας.»

 

Όμως, χρόνια μετά, βγαίνει και το συμπέρασμα πως δεν ήταν μόνο μια σύγκρουση συναισθημάτων που κατέλαβε τον επισκέπτη, αλλά κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Ο Φρόιντ πρέπει να αισθάνθηκε μια σύγκρουση σε σχέση με τον αρχέγονο συμβολισμό της Ακρόπολης και της γερμανικής ταυτότητάς του, της κλασικής του παιδείας και του μοντερνισμού.

Αν ο Φρόιντ ήταν ένας ρομαντικός καλλιτέχνης, ίσως το έβλεπε με πολύ παρόμοιο τρόπο όπως ο Σταντάλ κατά την επίσκεψή του στην Ιταλία, όπου βίωσε παρόμοια συναισθήματα και τα απέδωσε αποκλειστικά στην ομορφιά που βίωσε. Αυτό ήταν που θα ονομαζόταν αργότερα, ως σύνδρομο του Σταντάλ. Το πρόβλημα της ακραίας ομορφιάς κι αρμονίας που προκαλεί κάποια δυσφορία στους ανθρώπους, μπορεί να είναι ή να μην είναι κάτι καινούργιο. Κάποιοι έχουν μιλήσει γι’ αυτό, ενώ άλλοι έχουν περιγράψει μόνο την ακραία ειρήνη κι ευτυχία. Άραγε, υπάρχει περίπτωση αυτό να βίωσε και ο ίδιος ο Φρόιντ;

Το μόνο βέβαιο είναι ότι η ομορφιά βοηθά τους ανθρώπους να αντιληφθούν τη θνητότητά τους μπροστά σε τέτοια αρχαία θαύματα. Κι έτσι, γενιές και γενιές να ταξιδεύουν, να βλέπουν και να αναρωτιούνται για τα βάθη της ανθρώπινης εμπειρίας. Αυτό, αποτελεί και το πιο ουσιαστικό καθήκον της ανθρωπότητας.

 

Φωτογραφία: Ελεύθερος Τύπος