Καθίσαμε αντικριστά για να μπορούν τα μάτια να πουν όσα οι λέξεις δυσκολεύονται να προφέρουν. Το να αγγίζεις θέματα σαν κι αυτό, μοιάζει με κομμάτι γυαλί μέσα στην παλάμη σου. Ύστερα, όμως, από τον τόσο πόνο, δε σε νοιάζει μια ακόμα γρατζουνιά. Όλα όσα πέρασε βοήθησαν σε όλα όσα έγινε. Κι αυτά, είναι λίγα λόγια από εκείνα που θα ήθελε να πει.
«Γυρνώντας τον χρόνο πίσω, θυμάμαι να ζω ανάμεσα σε δύο κόσμους. Σ’ εκείνον που βίωνα στην πραγματικότητα και σε ‘κείνον που πάλευα να φτιάξω. Όλα ξεκίνησαν απ’ τις πρώτες αναμνήσεις που δημιούργησα στην ηλικία των τεσσάρων ετών. Όλες εκείνες οι μνήμες, παγίωσαν καταστάσεις που διαμόρφωσαν όλον αυτόν τον ψυχικό κόσμο που διατηρώ μέχρι και σήμερα.
Από την πιο τρυφερή ηλικία, δέχτηκα τόση βία, ψυχολογική, λεκτική και σωματική που λίγο πριν την εφηβεία θεωρούσα πως αυτή είναι μια φυσιολογική κατάσταση και τίποτα δεν είναι λάθος σε όλο αυτό. Η συχνότητα και η ποσότητα της κακοποίησης, βλέπεις, δημιουργούν ένα είδος συνήθειας, όσο περίεργο κι αν ακούγεται.
Άρχισα να φλερτάρω με τις ανασφάλειες και με τον φόβο είχαμε γίνει οι καλύτεροι φίλοι. Κοιταζόμουν στον καθρέφτη κι ενώ φαινομενικά μεγάλωνα, το μέσα μου μίκραινε, τόσο που κάποια στιγμή φοβόμουν πως θα με χάσω εντελώς. Όσο εκείνος μου έλεγε ότι δεν αξίζω, τόσο εγώ το πίστευα. Κι αν ακόμα δεν το πίστευα όλες τις φορές, υπήρχε πάντα τρόπος να μου το αποδείξει.
Τα χρόνια περνούσαν κι απέκτησα τις πρώτες μου σχέσεις, φιλικές κι ερωτικές. Όλες όμως τόνιζαν τις ανασφάλειές μου και διεκδικούσαν απεγνωσμένα την ανιδιοτελή αγάπη μου. Κι εγώ, πεπεισμένη πως αν αγαπήσω πολύ και φροντίσω -όπως είχα εκπαιδευτεί- κάνεις ποτέ να μη μ’ αφήσει, θα είναι αδύνατον να μη με αποδεχτεί.
Φυσικά η ζωή, οι άνθρωποι και προ πάντων η ασφυκτική αγάπη που έφτιαχνα για τους άλλους, μου απέδειξαν ότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι όπως τα έχω στο κεφάλι μου. Κανείς δεν μπορεί να μείνει, αρχικά αν δεν το θέλει, και κατά δεύτερον, αν εσύ ο ίδιος δεν μπορείς να μείνεις με τον εαυτό σου πώς θα το κάνει κάποιος άλλος;
Οποιαδήποτε μορφή βίας, πόσο μάλλον η ενδοοικογενειακή, που σου αφήνει ριζωμένα κατάλοιπα, σου μαθαίνει να ζεις χωρίς να σε αγαπάς. Οι άνθρωποι που έγιναν συνοδοιπόροι στη ζωή μου, δεν μπορούσαν να καταλάβουν κι ούτε ήταν υποχρεωμένοι, πως βρισκόμουν στο κέντρο ενός δωματίου σε εμβρυακή στάση, αφήνοντάς με στο απόλυτο σκοτάδι, ενώ το μόνο που αναζητούσα ήταν μια ακτίνα φωτός. Όσο πιο στοχευμένα πήγαινα προς αυτήν την κατεύθυνση του φωτός, τόσο πιο επίπονη γίνονταν η διαδικασία της εξιλέωσής μου. Πληγωνόμουν και πλήγωνα γιατί σ’ αυτές τις συνθήκες ένιωθα ασφάλεια.
Έπειτα από χρόνια, κι έχοντας φωτίσει πια αυτό το σκοτεινό δωμάτιο, αντιλαμβάνομαι πόσο σημαντικό είναι να παίρνεις την αγάπη για την οποία έχεις φτιαχτεί. Γι’ αυτό μπορώ να τη χαρίζω απλόχερα και γι’ αυτό μπορώ να δεχτώ τόνους απ’ αυτήν. Η ζωή δίπλα μου και δίπλα σε όσους έχουν κακοποιηθεί δεν είναι εύκολη, είναι απαιτητική. Η συνεχόμενη ανάγκη μου για επιβεβαίωση της αγάπης σου, καθώς κι ο φόβος μου μήπως σε χάσω, θα πρωταγωνιστούν πάντα. Όμως, πίστεψέ, με προσπαθώ, κάθε μέρα και θέλω να σου πω, πως τα καταφέρνω περίφημα.
Το μόνο που χρειάζομαι σ’ αυτό το ταξίδι προς το φως, είναι το χέρι σου. Όσο εσύ μου το κρατάς, τόσο οι πληγές μου επουλώνονται. Όσο εκείνες λιγοστεύουν, τόσο μεγαλώνω ψυχικά. Κι όσο η ψυχή μου ανθίζει, δε φαντάζεσαι πόσα λουλούδια μπορώ να σου προσφέρω.»
Οι άνθρωποι που παλεύουν για την αγάπη κάθε μέρα, είναι σπάνιοι και το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν τη θεωρούν δεδομένη. Αν τύχει και στον δρόμο σας σταθείτε πλάι σε τέτοιους ανθρώπους, μη βιαστείτε να φύγετε, όσο κουραστική κι αν σας φανεί η διαδρομή. Δεν έχετε ιδέα πόση τρυφερότητα θα πάρετε και πόσο διαφορετικά θα δείτε τη ζωή, μέσα απ’ τα δικά τους μάτια.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου