Η Αλίκη Βουγιουκλάκη ή για όσους δεν γνωρίζουν, είχε ως πλήρες όνομα το Αλίκη Σταματίνα Βουγιουκλάκη. Γεννήθηκε το 1934 στο Μαρούσι, σύμφωνα με τα αρχεία της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, αν κι η ίδια ήθελε να κατοχυρώσει σαν ημερομηνία γέννησής της το 1937, σε ταυτότητα που εξέδωσε το 1963. Στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου εισήχθη με κρυφές εξετάσεις από την οικογένειά της το 1952, κι αποφοίτησε με τον βαθμό «Λίαν Καλώς», πράγμα που δεν μπόρεσε να συγχωρήσει ποτέ στον Δημήτρη Χορν που της έκλεισε την πόρτα στις παραστάσεις του Εθνικού βαθμολογώντας την αυστηρά.
Η αγάπη της για το θέατρο την οδήγησε από πολύ νωρίς στο να υποδυθεί τον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο, αυτόν της Λουιζόν για το έργο «Ο κατά φαντασίαν ασθενής» του Μολιέρου. Το 1954 κάνει την πρώτη της εμφάνιση στον κινηματογράφο με την ταινία «Το ποντικάκι», σε σενάριο και σκηνοθεσία του Νίκου Τσιφόρου κι η αλήθεια είναι πως ήταν μια ταινία που η ίδια η Βουγιουκλάκη ήθελε να ξεχάσει, καθώς ήταν τόσο κακοφωτισμένη που μόλις είδε τον εαυτό της στο πανί δήλωσε πως δεν ήθελε να ξαναπαίξει στον κινηματογράφο. Εκείνη την εποχή όλα τα φώτα ήταν στραμμένα πάνω της και προκαλούσε με κάθε κίνησή της και μία από τις πιο χαρακτηριστικές, ήταν και η ανεπίσημη συμμετοχή της στην παράσταση «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Εθνικού Κήπου, αντικαθιστώντας την Άννα Συνοδινού εκτάκτως και κερδίζοντας διθυραμβικές κριτικές. Κάπου εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι οι σπουδαστές της σχολής απαγορεύονταν για όσο χρονικό διάστημα φοιτούσαν να συμμετάσχουν σε θεατρικές παραστάσεις εκτός του Εθνικού Θεάτρου.
Ο διευθυντής Καρθαίος, είχε υποστηρίξει ότι έλαβε μια επίσκεψη από τη θεία του Νίκου Χατζίσκου, η οποία τον παρακάλεσε να επιτρέψει στη Βουγιουκλάκη, να συμμετάσχει στις παραστάσεις στον Εθνικό Κήπο. Όμως, ο διευθυντής εξήγησε ότι ο κανονισμός της Σχολής δεν επέτρεπε κάτι τέτοιο. Δυστυχώς, αυτή η πληροφορία δεν έφτασε όπως έπρεπε στα αυτιά της Βουγιουκλάκη, η οποία χωρίς να εξετάσει το ζήτημα προσεκτικά, συμμετείχε στις παραστάσεις. Μετά από αυτό, ζήτησε συγγνώμη από το συμβούλιο των καθηγητών, αναφέροντας ότι στο παρελθόν είχε αρνηθεί μια πρόταση συμμετοχής στην παράσταση του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη, η οποία έγινε δεκτή.
Η σχέση της με τον συμφοιτητή της Δημήτρη Παπαμιχαήλ που αργότερα έγινε και ο μεγάλος έρωτας της ζωής της, ήταν θυελλώδης απ’ την πρώτη στιγμή. Οι κόντρες και οι τσακωμοί δεν είχαν τελειωμό ακόμη κι όταν παντρεύτηκαν το 1965. Θα έλεγε κανείς πως αγαπούσε τόσο τον Παπαμιχαήλ, που παρόλο που βρισκόταν σε μια κακοποιητική σχέση -ζούσε το σύνδρομο της Στοκχόλμης στο έπακρο- δεν αρκούσε για να φύγει. Κάποια από τα ειδύλλια που σκιαγράφησαν μερικές απ’ τις πιο όμορφες στιγμές στη λαμπρή της εικόνα και της απέδωσαν τον τίτλο της Εθνικής σταρ ήταν αυτό με τον διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο, τον Κύπριο επιχειρηματία Γιώργο Ηλιάδη, τον Βλάση Μπονάτσο που γνώρισε κατά τη διάρκεια της Εβίτας, αλλά και τον ηθοποιό Κώστα Σπυρόπουλο, που ήταν και ο τελευταίος της σύντροφος για περίπου οκτώ χρόνια.
Εγωκεντρική και φιλόδοξη, πάντα διψασμένη για την επιτυχία, η Αλίκη Βουγιουκλάκη απέδειξε ότι μπορεί να πρωταγωνιστήσει μ’ ευκολία σ’ όλα τα είδη του κινηματογράφου, αλλά και του θεάτρου. Από την ιστορική «Μανταλένα» -που μέχρι και η Νανά Μούσχουρη, ντούμπλαρε τη φωνή της για να μη φαλτσάρει, στην «Υπολοχαγό Νατάσα» μέχρι το «Aliki my love» που δεν απέσπασε τις κριτικές που επιζητούσε. Ήταν μια δυνατή διαπραγματεύτρια, ανταγωνιστική, σκληρή με τον εαυτό της. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της διαπραγματευτικής της ικανότητας, ήταν όταν απαίτησε από τον Φίνο να πληρώνεται με ποσοστά, ανάλογα με τις εισπράξεις των ταινιών της. Ευφυής και διορατική γνώριζε το παιχνίδι της δημοσιότητας από μικρή ηλικία, τότε που έστηνε σεντόνια για να παίζει τις παραστάσεις της στην αυλή του σπιτιού της για τη γειτονιά.
Πουλούσε πολύ έξυπνα την σχέση της με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και προσπαθούσαν να το παίξουν άνετοι και κουλ μπροστά στις κάμερες, ενώ δευτερόλεπτα πριν βγουν στον αέρα μπορεί να είχαν ανταλλάξει βαριές κουβέντες μεταξύ τους. Η Αλίκη είχε δηλώσει πως θαυμάζει τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ ως άντρα, σκηνοθέτη κι ηθοποιό και θα είναι μαζί του σε όλα τα βήματα που θα ακολουθήσουν. Ήξερε πως τα μέσα την λάτρευαν, κι όχι άδικα, αφού η Αλίκη Βουγιουκλάκη αποτέλεσε το παυσίπονο στον πόνο του λαού σε δύσκολες εποχές.
Εκτός από το λαμπερό της ταμπεραμέντο, όπως όλοι οι διάσημοι, είχε και αυτή τα κουσούρια της. Ένα απ’ αυτά ήταν ότι δεν μπορούσε να διατηρήσει εύκολα την ψυχραιμία της και πολλές φορές ερχόταν σε ρήξη με τους συνεργάτες της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μάλιστα που κατέληξε και στην αίθουσα των δικαστηρίων ήταν όταν εξαιτίας της αργοπορίας της στα γυρίσματα της ταινίας «Η Αλίκη δικτάτωρ». Ο συνεργάτης της Παντελής Παλιεράκης την επίπληξε γι’ αυτή της την αργοπορία και εκείνη κατεβαίνοντας από το αμάξι με μια κίνηση έσβησε το τσιγάρο που κρατούσε στο χέρι της στο πρόσωπό του. «Πήγα αμέσως και υπέβαλα μήνυση εναντίον της. Ο κύριος Φίνος δεν ήθελε να το τραβήξω το θέμα, γιατί της είχε δώσει προκαταβολές για πέντε ταινίες που επρόκειτο να γυρίσει» αποκάλυψε ο συνεργάτης της σε συνέντευξή του.
Ο κόσμος σε κάθε βήμα της την αποθέωνε κι αυτό φαίνεται στα γυρίσματα των περισσότερων ταινιών της και στις θεατρικές της παραστάσεις που ήταν διαρκώς πλάι της, αλλά κι όταν έγιναν ζευγάρι με τον Παπαμιχαήλ, που αποτέλεσαν ένα από τα πιο αγαπημένα τηλεοπτικά ζευγάρια του κοινού. Το κοινό μια φορά δεν αναγνώρισε την Αλίκη με τα κατάξανθα μαλλιά της, κι αυτή η στιγμή της έμεινε χαραγμένη για πάντα. Ήταν στη διάρκεια της παράστασης «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» που το κοινό έψαχνε το καμαρίνι της κυρίας Αλίκης και δεν αναγνώριζε τη Βουγιουκλάκη με την κατάμαυρη περούκα στα μαλλιά.
Ήταν αποφασισμένη για την πρωτιά και πρωτοστάτησε μέχρι και σε διαφημίσεις για μπίρα όπως αυτή της ΦΙΞ, αλλά και σε εξώφυλλα περιοδικών με λαμπερές φωτογραφίσεις όπως το Γυναίκα και Εικόνες. Προσπαθούσε να φέρει αέρα αλλαγής στο ελληνικό θέατρο και ταξίδεψε μέχρι το εξωτερικό για να πάρει ιδέες για παραστάσεις που θα μπορούσε να ανεβάσει. Το μεγάλο της τόλμημα με τίτλο «Εβίτα» ήταν και αυτό που της έδωσε τις περισσότερες εισπράξεις εισιτηρίων, ενώ το τελευταίο της μιούζικαλ με τίτλο «Η μελωδία της ευτυχίας» αποτέλεσε και το κύκνειο άσμα της. Στην τελευταία της συνέντευξη στην εκπομπή «Εν ονόματι του λόγου» δήλωσε ότι: «Είχα τη μεγαλύτερη επίθεση που έχει δεχτεί καλλιτέχνης. Αδιαφορώ για τους κριτές, για τους επικριτές, για όλους! Εγώ κάνω πάντα αυτό που νιώθω, το αληθινό μου, το καλύτερο μου και το δίνω. Κριτής είναι μόνο η κοινή γνώμη, ο κόσμος στον οποίο απευθύνεται και το έργο του καλλιτέχνη και όχι των ανθρώπων που έχουν ορισμένες απόψεις. Είπαμε ότι εκείνο που σε αξιώνει και σε καταξιώνει είναι ο χρόνος. Κι έχω συμφιλιωθεί με την ιδέα του χρόνου και τα πάμε πολύ καλά.»
Αντί επιλόγου: Η Βουγιουκλάκη έζησε τη ζωή της όπως ακριβώς αυτή ήθελε, μακριά από στερεότυπα, πρέπει και μη. Ήταν κυρία του εαυτού της και υπερασπιζόταν μόνη της τις αποτυχίες που έρχονταν στο διάβα της. Ήταν ντίβα; Ναι, ήταν μια μεγάλη ντίβα του ελληνικού κινηματογράφου. Ήταν το παυσίπονο του λαού, ενός λαού καταρρακωμένου που για λίγα ψήγματα χαράς, έψαχνε να βρει παρηγοριά στις ταινίες της Αλίκης. Μοναδική, πανέξυπνη, τετραπέρατη, ευφυέστατη, ήξερε να παίρνει όλα τα φώτα πάνω της. Και το άξιζε.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου