Ένα κορίτσι στέκεται στο παράθυρο.
Κοιτάζει απ’ έξω.
Χαιρετά βασιλικά το πλήθος που την επευφημεί.
Στο τέλος του παραμυθιού,
περιμένει την άμαξα που θα την πάρει απ’το κάστρο με τα κάγκελα.
Με μάτια μελαγχολικά κοιτάζει στο άπειρο, χαμένη
κι έπειτα στρέφεται προς τους τρελούς,
που περιφέρονται στην αυλή του ασύλου.
Τα φώτα σβήνουν.
Η πόρτα ανοίγει.
Η νοσηλεύτρια πλησιάζει τη βασίλισσα,
με το τρύπιο φουστάνι,
και το σπασμένο στέμμα.
Όπως τότε που ήταν μικρή
και μέσα από το παραμύθι ζωντάνευε το όνειρο.
Όπως τώρα που της κλέβουν τα όνειρα
και τη βυθίζουν στο σκοτάδι.
«Έλα καλή μου, είναι η ώρα για το χάπι σου.»
Το ρολόι στο φρενοκομείο χτυπά μεσάνυχτα,
κι η άμαξα δε φάνηκε κι απόψε.