«Σε μελέτη που έλαβε χώρα στη Φινλανδία για το έτος 2000-2001 , διαπιστώθηκε πως το ένα τέταρτο των ατόμων που χρησιμοποιούν αντικαταθλιπτικά δεν είχε γνωστή ψυχιατρική νοσηρότητα» (Sihvo et al. 2000) ενώ σε μια άλλη έρευνα που πραγματοποιήθηκε στις ΗΠΑ «κατά το χρονικό διάστημα 1996-2007 από το σύνολο των επισκέψεων σε παρόχους πρωτοβάθμιας περίθαλψης στις οποίες συνταγογραφήθηκαν αντικαταθλιπτικά κι επισκέψεων σε άλλους μη ψυχιατρικούς παρόχους (γενικοί γιατροί) στις οποίες χορηγήθηκαν αντικαταθλιπτικά, μόνο το 12,8% περιελάμβανε ψυχιατρική διάγνωση».
Στην Ελλάδα σε αντίστοιχες μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν, όμως, σε μαθητές, τα ποσοστά ήταν επίσης υψηλά και συνεχώς αυξανόμενα συγκριτικά με τις ΗΠΑ, για παράδειγμα. Ας υποθέσουμε πως αυτά τα δεδομένα τα ανάγουμε σε μια διαφορετική συνθήκη που μπορεί να βρισκόμαστε, όπως μια μη υγιή ερωτική σχέση στην οποία υπάρχουν δυσλειτουργίες κι εμείς αισθανόμαστε πως δεν μπορούμε να το αντέξουμε όλο αυτό, όχι λόγω της φύσεως των προβλημάτων, αλλά εξαιτίας της αγωνίας μας γι’ αυτά. Ένα άγχος που θα μπορούσε να μεταφραστεί λανθασμένα κι από εμάς ή τον άλλον άνθρωπο ως «κατάθλιψη» ή ως κάποια ψυχιατρική ασθένεια κι όπως κάθε τι που μας δημιουργεί ένα πρόβλημα, να νιώσουμε πώς πρέπει να το αντιμετωπίσουμε, -σε αυτή την περίπτωση- με φαρμακευτική αγωγή.
Είναι μια σχετικά εύκολη και προσβάσιμη λύση, ειδικά στη χώρα μας, αν σκεφτούμε πως όλοι μπορούμε μέσω γνωστού (ή μέσω γνωστού του γνωστού) να βρούμε κάποιον μας τα συνταγογραφήσει, ή να αγοράσουμε μόνοι μας ήπιας δράσης από τα φαρμακεία. Το παράδοξο που παρατηρείται εδώ είναι πως μάλλον δεν έχουμε ανάγκη αυτά τα φάρμακα, γιατί δεν αντιμετωπίζουμε επί της ουσίας μια αντίστοιχη συνθήκη που θα τα απαιτούσε.
Μια «δύσκολη» σχέση, συνιστά μια συνύπαρξη όπου υπάρχει έλλειψη κατανόησης κι άρνηση επικοινωνίας, είναι μια κατάσταση συνεχούς κριτικής, αποδοκιμασίας κι άμυνας. Όταν ως όντα βρισκόμαστε σε αυτό το κατεξοχήν προβληματικό περιβάλλον, μας καταστρέφει σιγά-σιγά, ειδικά εάν επαναλαμβάνεται κι συμβαίνει κι εν αγνοία μας. Δε χρειάζεται να μας πει ο σύντροφός μας κατάμουτρα -για παράδειγμα- πως δεν εκτιμά ό,τι προσπάθειες κάνουμε για τη σχέση, αν μας το δείχνει με την στάση του. Οπότε κι εμείς, αυτό που ουσιαστικά ψάχνουμε, είναι αισθητηριακά ερεθίσματα, αφού μπορεί το ίδιο μας το σώμα να λειτουργεί αρνητικά σ’ εκείνα που προέρχονται από τη σχέση ή αυτά τα ίδια, να είναι προβληματικά ή ελλιπή. Κι έτσι η κατανάλωση ηρεμιστικών, μετά το “είμαι τρελός/τρελή” γίνεται στα μάτια μας μια προσπάθεια «αυτοθεραπείας», μια προσπάθεια επιβίωσης.
Το αρνητικό σε αυτή μας την κίνηση είναι πως θεωρούμε πως αντιμετωπίζουμε κάποια ψυχιατρική ασθένεια και γι’ αυτό τον λόγο μας προκαλούνται αυτές οι δυσκολίες, οι οποίες είναι σχεδόν βέβαιο πως, ταυτόχρονα, θα σωματοποιούνται, ενώ με βάση όσα βιώνουμε είναι μια φυσιολογική επίπτωση. Αν βρισκόμαστε σε μια σχέση αβεβαιότητας που δεν προσφέρει τίποτα παραπάνω από ανασφάλεια, τότε θα ήταν αδύνατο να περιμένουμε πως η ψυχή και το σώμα θα μείνουν αμέτοχα. Μια τέτοιου είδους σχέση, εκλαμβάνεται από το σώμα σαν μια «απειλή» που πρέπει να αντιμετωπίσει. Ακόμα κι εμείς οι ίδιοι μπορεί υποσυνείδητα να νιώθουμε πως «κάτι δεν πάει καλά». Όσο κι αν πιστεύουμε πως τα φάρμακα μας βοηθούν, όμως, και πράγματι μπορεί να συμβαίνει αυτό στην αρχή, δεν είναι κάτι το οποίο κρίνεται σωστό ιατρικά ως χρήση εφ’ όρου ζωής, εφόσον δεν τα έχουμε ουσιαστικά ανάγκη. Αυτό που μάλλον χρειαζόμαστε περισσότερο είναι να απομακρυνθούμε από αυτή την κατάσταση, όσο δύσκολο ή απραγματοποίητο κι αν μας ακούγεται. Κι αν θεωρείται κι από το ταίρι μας ως η λύση που χρειαζόμαστε για τα όσα μας προβληματίζουν, τότε η φυγή μας αυτή πρέπει να γίνει ακόμα γρηγορότερα.
Είναι αυτές οι σκέψεις που βλέπουμε στις ταινίες τύπου «δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα» που πρέπει να καταπολεμήσουμε κι ο λόγος που πυροδοτούν αυτή την αγωνία είναι γιατί, ταυτόχρονα, ούτε μαζί τους μπορούμε να ζήσουμε. Κι όμως, δε φεύγουμε από μια δυσλειτουργική σχέση με το επιχείρημα του «όλοι αλλάζουν» ή με το ακόμα πιο επικίνδυνο “κάτι δεν πάει καλά με μένα”. Αν ο άνθρωπος που είμαστε μαζί του, για οποιονδήποτε λόγο, αδυνατεί να μας προσφέρει μια υγιή συνθήκη συνύπαρξης, είναι άδικο και για εμάς και για εκείνον να πιέζουμε κάτι που δεν έχει προοπτικές να συμβεί. Δε χρειάζεσαι Zαnax, να χωρίσεις χρειάζεσαι.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου