Καθημερινά κάθεσαι σε τραπέζια και παρέες, που συνήθως σε αφήνουν παγερά αδιάφορο. Μιλάς για να μιλήσεις, συναναστρέφεσαι ίσως με μισή καρδιά, βυθισμένος στη σκέψη πως είσαι άνθρωπος και χρειάζεσαι αυτού του είδους της φασαρία γύρω σου για να νιώθεις καλά. Συμβαίνει όμως καμιά φορά κάτι μαγικό και καταφέρνει αυτή η γκρίζα ζώνη να διαλυθεί, να νιώσεις πως η κουβέντα με έναν άλλον άνθρωπο έχει να σου προσφέρει πολλά παραπάνω από επιτηδευμένες γκριμάτσες ή απαντήσεις. Είναι εκεί που υπάρχει ουσία-όπως σε κάθε τι στον κόσμο- κι ενθουσιάζεσαι που τελικά την ξετρύπωσες.
Αυτό που συνηθίζουμε να αποκαλούμε επικοινωνία είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο, ή δύσκολο- αν θες να το πεις έτσι. Δεν αρκεί να ανταλλάξεις τα νέα σου ή τα ζόρια σου. Επιθυμητό μεν, χωρίς να οδηγεί στην πληρότητα όμως. Επικοινωνία λέμε πως έχουμε, και τη θεωρούμε τόσο ξεχωριστή και σπάνια ανάμεσα σε ανθρώπους, όταν κατανοούμε, όταν αγγίζουμε με τις λέξεις και παράγουμε νόημα χωρίς να τρώμε τα σωθικά μας για να εξηγήσουμε πως ένα κι ένα κάνουν δύο, φίλε μου. Αυτό ξεχνάμε και παρερμηνεύουμε, τόσο στις επαφές μας, όσο και στις σχέσεις μας, νομίζοντας πως αν βρούμε τα βασικά, θα φτάσουμε και σε κάτι βαθύτερο. Έτσι, αταλήγουμε να μιλάμε για ειδήσεις, κακά gossip, ή θέματα που σε καμιά περίπτωση δε μας εξιτάρουν, μόνο και μόνο για να πούμε πως δεν πήγε στράφι κι αυτός ο καφές. Και ρωτώ, λυπηρό δεν είναι τελικά;
Μα αν μπορώ να αναφερθώ στην ουσία που διατυμπανίζω πιο πάνω, θα σταθώ στην ευλογία εκείνη να βρεθεί άνθρωπος που θα μας εξιτάρει τόσο πολύ ο λόγος και η σκέψη του, που άθελά μας θα παρασυρθούμε, όχι σε συζήτηση, αλλά σε επίδειξη ρητορικής, αν χρειαστεί. Απάντηση πάνω στην απάντηση, λοιπόν, ανυπομονείς να δεις πού θα πάει. Γιατί διακρίνεις προσωπικότητα πίσω από τα λόγια, όχι κουβέντες που κάνουν απλώς φασαρία. Δεν είναι αναγκαίο να πετύχουμε ιδεολογική ταύτιση, ή να έχουμε κοινά. Ας πούμε πως χρειάζεται χημεία εγκεφαλική για να εντυπωσιαστείς και να δεις πως, πράγματι, άνθρωποι ανοίγουν ακόμα το ρημάδι τους κι εσύ μένεις στήλη άλατος. Bingo τελικά ο καφές. Εκεί είναι που σπάει η άρνησή μας να ακούσουμε πραγματικά. Κλείνεις το κινητό κι αφοσιώνεσαι, περιμένεις να δεις τι έχει να πει αυτός που στέκεται απέναντί σου και για λίγο, έστω, καταφέρνει να κλέψει από την αδιαφορία σου και να πάρει το βλέμμα σου πάνω του.
Αν αναλογιστούμε πως αυτό είναι το στάδιο που κρίνονται τα πάντα, φιλίες που μπορούν να χτιστούν, ή ζευγάρια που ίσως προκύψουν, θα λέγαμε πως η κουβέντα είναι αναγνωριστική για την πρώτη εντύπωση. Αν αυτή μας βάλει στο τριπάκι να αναλύσουμε μια σκέψη δυο και τρεις και δεκατρείς φορές, βγει δε βγει κάπου, άξιζε τον κόπο. Μας κινεί η ανάγκη να υπάρχουμε μπροστά στους υπόλοιπους κι ίσως τελικά η επιτυχία να κινήσουμε το ενδιαφέρον, ακόμη και στα λόγια για κάποιον τρίτο, επιβεβαιώνει πως δεν περνάμε τελικά απαρατήρητοι. Είναι ευτυχές και συνάμα ρομαντικό, άνθρωποι ξένοι και διαφορετικοί από εμάς, να βρίσκουν τρόπο να μας ταρακουνήσουν ή να μας ξυπνήσουν σκέψεις που δεν ξέραμε πως μπορούμε να κάνουμε κτήμα μας. Εκεί είναι το νόημα, κι απ’ ό,τι φαίνεται το ψάχνουν αρκετοί εκεί έξω, γι’ αυτό και απογοητεύονται.
Η συγγραφέας Τζορτζ Έλιοτ είχε υποστηρίξει πως «μια συζήτηση μπορεί να είναι τελείως αδιάφορη, μέχρι κάποια προσωπικότητα να αγγίξει την δική μας με μια τόσο ιδιαίτερη αίσθηση που θα μας υποτάξει σε μια δεκτικότητα». Και πρόκειται για μια γυναίκα που τοποθετούσε τα έργα της βασιζόμενη στα συναισθηματικά κίνητρα των ανθρώπων, που κατευθύνουν τις πράξεις και τις αποφάσεις τους. Αναλύοντας αυτά, τα μετέφερε σε μυθιστορήματα και ιστορίες, όχι και τόσο αναληθείς, τελικά. Αν μας δίνεται η ευκαιρία να δανειστούμε για λίγο την σκοπιά της, θα πούμε πως το κίνητρό μας για να δώσουμε αξία σε έναν άλλον άνθρωπο, είναι να μας ταρακουνήσει με τον τρόπο του. Υπακούοντας για αρχή στην φύση μας, μένουμε στην εικόνα κι ίσως δε νοιαστούμε να προχωρήσουμε παρακάτω. Αν γίνει γιατί τελικά κάτι θα μας έχει συγκινήσει, θα δούμε πως είναι εξαιρετικά σπάνιο να κοιτάμε κάποιον με θαυμασμό γι’ αυτό που είναι, για τον τρόπο που στέκεται και καθορίζεται. Για το γεγονός πως στα μάτια μας συνιστά κάτι το αξιόλογο, όχι απλώς μια παρουσία που γεμίζει μια θέση δίπλα μας.
Ζούμε σε μέρες που περισσότερο πληκτρολογούμε, παρά μιλάμε. Κι αν μπορώ -που εδώ που τα λέμε πληκτρολογώ κι εγώ- να υπενθυμίσω τα βασικά, θα πω πως είναι ακαταμάχητο να βρίσκεις εκείνη την μικρή σπίθα φωτός που θα σε παρασύρει να στηρίξεις το κεφάλι σου στο χέρι σου, και να ακούσεις. Να κάνεις βήματα μπρος και πίσω και να πετάξεις στο τέλος της κουβέντας, έστω κι ένα μικρό μέρος της τετράγωνης λογικής σου, που λίγο- πολύ όλοι έχουμε φορτωθεί. Οι άνθρωποι είμαστε υπέροχοι όταν υπάρχουμε κι ενοχλούμε τους γύρω μας με νόημα. Μην περιφέρεστε απλά, σκουντήξτε και ψάξτε εκείνη τη σπίθα. Ποτέ δεν ξέρεις πόσο εύκολα σκοτώνεται η αδιαφορία.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου