Ας κάνουμε ένα moonwalk περίπου μια εικοσαετία πίσω. Κάπου εκεί, το 2010 μάς συστήθηκε μια πολύ ιδιαίτερη περσόνα. Τόνι Σφήνος aka Αντώνης Σφηνόπουλος. Ήθελε λιγότερο αέρα να ξεστομίσεις το καλλιτεχνικό του όνομα. Ίσα που γέμιζες τα πνευμόνια σου και τσουπ, άρχιζες δειλά-δειλά να του πλέκεις το εγκώμιο. Όπως κάθε παρθενογένεση, έτσι και εδώ υπήρξε έντονος διχασμός με την ομάδα των fannatic chickακίων στη μια κερκίδα, ενώ αντίπαλη ομάδα ήταν οι haters, ενδεχομένως οδηγούμενοι από τη ζηλοφθονία μήπως τους αποσπάσει όλα τα chickακια και μείνουν χωρίς μαζορέτες.
Εν πάσει περιπτώσει κάθε πρωτοεμφανιζόμενο πρόσωπο λογικό είναι να προκαλέσει και ορισμένες έριδες. Ακόμα και το bueno δε γίνεται να αρέσει σε όλους. Ο Τόνι, μπορεί να μας χτύπησε την πόρτα πριν δυο δεκαετίες όμως και ο ίδιος είχε κάνει το προσωπικό του ταξίδι στον χρόνο προτού μας απευθύνει τον λόγο. Και τι λόγος ομολογουμένως: Πιασάρικος, παιχνιδιάρικος και σίγουρα φανταχτερός. Λάτρης του αυτοσχεδιασμού.
Πόσες φορές σιχτίρισες την εποχή που ζεις και ζήτησες από τον Αλαντίν να σε τηλεμεταφέρει σ’ άλλες εποχές; Τι δε θα έδινες να έχεις ακουμπήσει νοητά το woodstock, την εποχή των λουλουδιών; Ο Τόνι, πήρε τη θέση του τζίνι σου και σού πρόσφερε ακριβώς αυτό το ταξίδι στον χρόνο. Σε πήγε στην εποχή του ΄60, του ΄70 και σε άφησε να περιπλανιέσαι εκεί για όση ώρα ήθελες. Με την ενδυματολογικά εκκεντρική του εμφάνιση, ένα γυαλί που σ’ έκανε να πιστεύεις πως το φοράει έχει εκ γενετής, στο background να παίζει το άσμα «Ήλιε μου, ήλιε μου» και ένα cult μουστάκι το οποίο έγινε σήμα κατατεθέν. Ο Τόνι νοιάζεται για την ευημερία σου και το χαμόγελό σου. Γαλαντόμος στα αισθήματα και μεγάλος μπερμπάντης. Τραγουδάει κάνοντας ρομαντικές καντάδες στη Λόλα, τη μοναδική του αγάπη και γίνεται ο «θείος» που η νεολαία θέλει να κάθεται μαζί της στις βαρετές μαζώξεις.
Έχει μελετήσει ενδελεχώς την τέχνη του παραδοσιακού test drive, καθώς έχει σπουδάσει και ζήσει στην Ευρώπη, πιο συγκεκριμένα στο Βέλγιο, που ο δρόμος τού δίδαξε πως εκεί θα λάβει τις πιο αυθόρμητες αντιδράσεις του κοινού. Δε χρειαζόταν ποτέ μεσάζοντες, αντ’ αυτού είχε τα κότσια και τη δυναμική να ελέγξει αν αυτό που σερβίρει στο κοινό ήταν από πεντανόστιμο έως άνοστο. Κάθε αρχή και δύσκολη οπότε δεν είχε ακόμα εξοικειωθεί με τα πικρόχολα σχόλια. Σήμερα πλέον έχει περάσει στην αντίπερα όχθη και τον διασκεδάζουν όπου τα συναντά. Όπως δηλώνει ο ίδιος στα πρώτα του βήματα εμφανιζόταν σ’ ένα μαγαζί στο Γκάζι κάνοντας το κομμάτι του. Μετά όμως από μια εμφάνιση σε τηλεοπτική εκπομπή των «Ράδιο Αρβύλα», η καριέρα του εκτοξεύθηκε, καθώς κατάφερε να κρατήσει σταθερούς τους θερμούς του υποστηρικτές.
Πριν λίγα χρόνια είχε συζητηθεί έντονα το μπιφ που είχε με τον Πασχάλη, ο οποίος θεώρησε την ενσάρκωση της περσόνας του Τόνι ως γελοιοποίηση της εποχής. Ο Τόνι απάντησε, ανατρέχοντας σε μια από τις ατάκες του λατρεμένου Θανάση Βέγγου λέγοντας: «Στην εποχή του James Bond δεν μπορούμε να ασχολούμαστε με Κολοκοτρωνέικους σουγιάδες».
Ο Τόνι Σφήνος ο οποίος διέπρεψε και στον χορό, εκμυστηρεύεται πως την περίοδο που ήταν φαντάρος, όταν έβγαζε τις αρβύλες μετατρεπόταν σε σύγχρονο Billy Elliot. Ακόμη και στην καραντίνα δεν έπαψε να ψυχαγωγεί τον κόσμο καθώς έμπαινε μεταμφιεσμένος στα σούπερ μάρκετ τότε και μοίραζε απλόχερα μονόπρακτη κωμωδία στον λαό. Πλέον έχει εδραιωθεί στον χώρο και τον γνωρίζει από το κορίτσι του Μάη μέχρι και ο Γαρύφαλλος που κανείς μας δεν ξέρει ποιος είναι.
Φαντάσου άγχος που είχε ο Clark Kent να μην αποκαλυφθεί η κρυφή του ταυτότητα. Έτσι κι ο Θάνος, όταν πριν λίγους μήνες έγιναν τα αποκαλυπτήρια και έπεσαν οι μάσκες για τον μέχρι πρότινος proud ambassador seventίλας, είχαμε την τιμή να σφίξουμε τηλεοπτικά το χέρι του Θάνου Κιούση. Σε ρόλο παρουσιαστή μάς προσφέρει αστείρευτο χιούμορ, αμεσότητα, τσαλάκωνει τον εαυτό του μ’ έναν τρόπο πολύ συγκεκριμένο, σε σημείο να έχουμε διχαστεί αν μας αρέσει πιο πολύ ο Θάνος Κιούσης ή ο Τόνι Σφήνος. Τον παλιό που είναι αλλιώς ή τον νέο που είναι ωραίος;
Σ’ ένα τηλεπαιχνίδι που από το ύφος του καταφέρνει να κλέβει τις έγνοιες μακριά και τις αντικαθιστά με γέλιο, πρωτοτυπία και μπόλικη τρέλα, κρεμόμαστε από το σήμα κατατεθέν μουστάκι του περιμένοντας την επόμενη ατάκα. «Συμφωνάς»;
Επιμέλεια κειμένου: Ανδρέας Πετρόπουλος