Το διαγενεαλογικό ή διαγενεακό τραύμα ( Intergenerational trauma) αναφέρεται στη μετάδοση τραυμάτων των γονέων ως προς τα παιδιά τους, τα οποία ενδεχομένως να συνεχίζουν μια αλυσίδα τραυμάτων από προηγούμενες γενιές. Σχηματίζει κατά κάποιο τρόπο έναν αόρατο καμβά συναισθημάτων που σαν κόπια και με μεγάλη ευκολία διαβιβάζεται με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος.
Το τραύμα αυτό, μπορεί να προκύψει από διάφορους παράγοντες του παρελθόντος όπως είναι κάποια μοτίβα συμπεριφοράς, καταστροφές, πόλεμοι, διάφορες μορφές βίας και κακοποίησης. Όπως μάλιστα χαρακτηριστικά ανέφερε ο ψυχολόγος-ψυχοθεραπευτής Γ.Π είναι «άνθρωποι αφρόντιστοι που μεταφέρουν το τραύμα τους από γενιά σε γενιά».
Υπάρχει περίπτωση να ζούμε με αυτό στην οικογένειά μας, χωρίς να γνωρίζουμε πόσο -άμεσα ή έμμεσα- επηρεαζόμαστε. Γιατί, ασχέτως που εμείς οι ίδιοι μπορεί να μην το έχουμε βιώσει, με κάποιον τρόπο είναι σαν να το βιώνουμε μέσα από άλλους ανθρώπους. Το 1988 μια μελέτη έδειξε ότι τα παιδιά των επιζώντων του Ολοκαυτώματος, για παράδειγμα, παρουσίασαν αύξηση στις ψυχιατρικές παραπομπές κατά 300% και είχαν τουλάχιστον έναν γονέα ή έναν παππού ή μια γιαγιά που ήταν επιζών, σύμφωνα με psychology.now. Εκείνη, ήταν και η πρώτη φορά που εντοπίστηκε και μελετήθηκε η έννοια.
Ένα παράδειγμα αρκετά σύνηθες, είναι ο φόβος της μοναξιάς που μπορεί να έχει ένας γονέας λόγω της έλλειψης φροντίδας που δέχθηκε από τον δικό του γονέα κι έτσι με τη σειρά του να τον μεταδίδει σε εμάς. Από το «πρέπει να παντρευτείς να μη μείνεις μόν@» μέχρι το «πρέπει να φροντίζεις μόν@ σου τον εαυτό σου» που πολύ πιθανόν άκουγε στο σπίτι που μεγάλωσε είναι κι αυτά που θα κουβαλήσει στο σπίτι που ο ίδιος θα φτιάξει. Ένα ακόμη παράδειγμα, προκύπτει από όσους γονείς έχουν ζήσει τον πόλεμο, ή όπως είπαμε και πριν, ή τον έχουν βιώσει μέσα από τους γονείς τους και πάει λέγοντας.
Ένα τραύμα που δεν έχει ιαθεί εξ ορισμού ενεργοποιεί μηχανισμούς άμυνας, συχνά ακούσιους, όπως επίσης και μετάδοσης αυτού. Ποιος λοιπόν πιο άμεσος τρόπος να περαστεί από εκείνον του γονιού προς το παιδί, που σαν σφουγγάρι ρουφάει ό,τι του δίνει. Εκτός των άλλων, το αίσθημα ανασφάλειας κι αβεβαιότητας που κυριαρχεί στο μυαλό ενός παιδιού που εξαρτάται από τον φροντιστή του, είναι βασικός παράγοντας για να μιμηθεί και να αφομοιώσει το μοτίβο που του προσφέρεται απλόχερα από τον γονιό του.
4 είναι οι αποχρώσεις που μπορεί να αφήσει ένα διαγενεακό τραύμα στη συμπεριφορά μας:
Απαθής: Αυτοί που επιλέγουν τη σιωπή και κατ’ επέκταση απομόνωση
Θύμα: Αυτοί που φοβούνται και δεν εμπιστεύονται τον έξω κόσμο
Μαχητής: Αυτοί που επικεντρώνονται στην επιτυχία με κάθε κόστος
Εκείνοι που τα κατάφεραν: Αυτοί που μπόρεσαν να στοχεύσουν στην προσωπική ευτυχία
Εν κατακλείδι, είναι σημαντικό να τονίσουμε τη σοβαρότητα μιας τέτοιας κατάστασης καθώς μπορεί να έχει επιφανειακό χαρακτήρα, ειδικά στα ελληνικά δεδομένα που μασάμε το “αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα” αλλά να πρόκειται για κάτι πολύ βαθύτερο. Ίσως, να μοιάζει πως έχει να κάνει με το παρελθόν και πως ξεχνώντας το θα σε ξεχάσει κι εκείνο, αλλά στην τελική έχει σαφή σχέση με το μέλλον. Η ψυχοθεραπεία, οι ανοιχτές συζητήσεις με γονείς ή κι άλλα άτομα από το οικογενειακό περίγυρο είναι το πρώτο βήμα, η ευκαιρία για εξέλιξη που θα φέρει κάποια στιγμή και την ίαση και το σπάσιμο του κύκλου. Άλλωστε, κάθε φορά που ανατέλλει ο ήλιος, η αγκαλιά της αλλαγής θα μας συντροφεύει, αρκεί να είμαστε σε θέση να τη δεχτούμε.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου