Αν κάτι καταλάβαινα κάθε φορά που σε κοιτάζα
είναι η θλίψη που κουβαλούσαν τα μάτια σου.
Θέλησες να τη νικήσεις νοσταλγώντας-
μα δεν αρκούσε η προσπάθεια.
Έχανες κάθε μέρα κομμάτια του εαυτού σου και τα σκόρπιζες στη θάλασσα.
Ύστερα γύριζες ξυπόλητη,
με πόδια ματωμένα
απ’ τα αγκάθια που πατούσες στους δρόμους που χανόσουν.
Μια νύχτα γύρισες αργά
κι όπως σου έβγαζα τ’ αγκάθια ένα-ένα,
μου χαμογέλασες.
Χωρίς να πονάς,
έγειρες στον ώμο μου.
Μου ‘πες πως με τη θλίψη μίλησες.
Σου είπα πως θα νικήσεις.
Κι αν το ξεχνάς καμιά φορά, εγώ θα στο θυμίζω.