«Δεν περνούμε ποτέ και κανέναν δεδομένο», λέμε, αλλά έλα που, καμιά φορά, μια χαρά περνούμε δεδομένα κάποια πράγματα. Βλέπεις η συνήθεια, η σιγουριά, λίγο η υπερβολική αυτοπεποίθηση, μάλλον, πιο πολύ συνδυασμός θα έλεγα. Λανθασμένα μεν, αλλά όλοι κάποτε κάπου εκεί έξω έχουμε ένα σιγουράκι. Ένα σιγουράκι που πολλές φορές δεν πολύ γουστάρουμε, γιατί αν γουστάραμε δε θα ανήκε στην κατηγορία που μόλις ανέφερα, ίσως να κατατασσόταν πιο πολύ στην κατηγορία της καβάντζας. Το σιγουράκι που υπάρχει εκεί έξω, λοιπόν, μέρα με τη μέρα γίνεται μια σίγουρη πηγή αυτοπεποίθησης.
Τι εννοώ; Μιας και διανύουμε την εποχή του φλερτ μέσα στα σοσιαλ, ξέρεις ότι με το που ανεβάσεις κάτι θα πέσει το λαϊκ, ίσως και καμία αντίδραση, άντε και κανένα μήνυμα να σου εκφράσει ενδιαφέρον. Εσύ κλασικά θα απαντήσεις απλώς για να απαντήσεις και να διατηρήσεις τη δραστηριότητα ζωντανή· ξέρεις μωρέ για καμία ώρα ανάγκης, να υπάρχει και να λιώνει για πάρτη σου. Πιθανόν, να σου έχει προτείνει να βγείτε πάνω από 10 φορές και κάθε φορά εσύ όλως τυχαίως δεν μπορείς, αλλά εννοείται ότι τρελαίνεσαι στην ιδέα να σου προτείνει ξανά και ξανά. Άλλωστε, εν ώρα ανάγκης που έχεις φάει φτύσιμο από αλλού, στέλνεις κανένα μήνυμα να ανακάμψεις τη χαμένη σου αυτοπεποίθηση κι αν χρειαστεί, θα βγεις και για ποτό. Η επιλογή να υπάρχει κι όλα καλά θα πάνε.
Όλα καλά πηγαίνουν όντως, μέχρι που το σιγουράκι παύει να είναι σιγουράκι. Ίσως, γιατί βαρέθηκε να το φτήνεις, ίσως γιατί δεν του δίνεις καμία ελπίδα, ή ίσως γιατί μάλλον έχει βρει κάτι καλύτερο (κι αληθινό) κι έχει προχωρήσει. Κρίση, πανικός, αποκλείεται, λες. «Καλά να μας φτύνουν οι άλλοι αλλά όχι κι αυτό, δεν παίζει». Κι όμως. Κάπου εδώ αρχίζεις να αναρωτιέσαι τι άλλαξε, τα ρίχνεις στον εαυτό σου για τους λάθος λόγους. Μήπως δεν έκανες καλό παιχνίδι; Μήπως άλλαξε κάτι στον τρόπο επικοινωνίας σου; Μήπως δεν έπαιξες καλό push pull αυτό το διάστημα;
Τότε είναι που αποφασίζεις να στείλεις μήνυμα. Αυτή τη φορά, όχι για να ανταλλάξετε μια δυο κουβέντες, μιας και το τέλος της συζήτησης πάντα εσύ το βάζεις. Τώρα, στέλνεις για γυρίσει πίσω, για να τραβήξεις ξανά το ενδιαφέρον πάνω σου. Οι προσπάθειες ίσως να μην πάνε και τόσο καλά, μέχρι που θα προτείνεις και να βγείτε. Ποιος εσύ, που ως δια μαγείας έχεις και χρόνο και θέληση! Ρίχνεις λοιπόν ένα ωραίο γαλλικό κομματάκι τυρί, για να πιαστεί ο ποντικός στη φάκα. Κι αν πιαστεί ο ποντικός όλα καλά. Αν όχι, τρεχάτε να σωθείτε.
Θεωρητικά, δε χρειάζεσαι κανένα για να σου τονώσει την αυτοπεποίθηση. Αλλά πώς να το κάνουμε, η σημασία, η προσοχή και το αίσθημα ότι αρέσουμε, είναι μια δυνατή πηγή ενίσχυσης του εγώ μας κι άπαξ και τη γευτούμε, δύσκολα ξεκόβουμε από αυτή- ειδικά αν προσφέρεται και σε αυθονία. Το σιγουράκι, μας έκανε να νιώθουμε ότι δεν περνάμε απαρατήρητοι, ότι τα ματιά μας λιώνουν καρδιές. Πώς λοιπόν να δεχτούμε πως χάνουμε το δεδομένο μας;
Έτσι κι εσύ, το άτομο που ήξερες ότι σε νοιάζεται, ότι ενδιαφέρεται κι ότι είναι εκεί να σου ανεβάσει την αυτοπεποίθηση ανά πασά ώρα και στιγμή, δεν είναι εύκολο να το αφήσεις να φύγει. Ακόμα κι αν δεν έιχες ποτέ σκοπό να το εντάξεις ουσιαστικά στη ζωή σου. Χάνεις το προνόμιο να έχεις ένα άτομο να βγεις αν ποτέ το θελήσεις, να σου πει μια όμορφη κουβέντα, να σου δώσει προσοχή όταν θα τη χρειαστείς, να απαλύνει τη μοναξιά σου. Το πόσο ηθικό είναι βέβαια αυτό, είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση.
Μπορεί να είναι αρκετά κυνικό και λίγο μικροπρεπές, αλλά η αξία που έχει ένα σιγουράκι είναι διαχρονική και χρήσιμη, και δεν έχει υπάρξει άνθρωπος που δεν το έχει εκμεταλλευθεί κάποια στιγμή στη ζωή του, έστω για λίγο. Στα πλαίσια του φλερτ, της απλής συνομιλίας, στη θεωρητικά αθώα κουβέντα μιας πλατωνικής σχέσης. Μέχρι που κι αυτή θρυμματίζεται, γιατί κανείς δε θέλει να ζει με ψίχουλα, όσο κι αν μας θέλει. Κι εμείς θα χαλαστούμε, κι ίσως κατά περιπτώσεις να μετανιώσουμε, γιατί δεν εκτιμήσαμε ποτέ μας αυτό που είχαμε.
Όλοι υπήρξαμε κάποτε το σιγουράκι κάποιου. Αρκεί να θυμηθούμε πώς νιώσαμε κι ίσως, αλλάξουμε λογική. Ίσως πάλι να πρέπει να περάσουμε αυτή την πίστα κι από τις δυο πλευρές για να κλείσει ο κύκλος και να έρθει το αληθινό κι αμοιβαίο. Ποιος ξέρει.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου