Νέοι που συνέχεια παραπονιούνται για οποιαδήποτε πτυχή της δουλειάς τους. Νέοι που πηγαίνουν από τη μία δουλειά στην άλλη εκούσια. Νέοι που δε στεριώνουν σε καμία δουλειά. Ή μήπως, νέοι που έχουν ασφυκτικά γεμίσει όλο τους το πρόγραμμα με εργασιακά καθήκοντα, με διπλά μεροκάματα, με περιστασιακή απασχόληση και με τη δουλειά τους να μονοπωλεί το σώμα και τη σκέψη τους;
Έρευνα του 2019 αποκαλύπτει πως η πλειοψηφία των νέων απασχολούνταν σε δουλειές, όπου αρκούνταν στο να παίρνουν απλώς και μόνο έναν μισθό και δευτερευόντως αυτός ο μισθός να είναι καλός ή να απορρέει από μια δουλειά που τους αρέσει, τους ενδιαφέρει ή είναι ανάλογη των κλίσεων, των ταλέντων και των σπουδών τους. Ωστόσο, παρατηρώντας τη μετά covid εποχή βλέπουμε ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει αρκετά. Ακόμα και μέσα σε ένα εύρος τεσσάρων ετών, όσο και να μας φαίνεται περίεργο, η σχέση του ατόμου με την αγορά εργασίας άλλαξε. Κανείς δεν περίμενε όμως αυτού του είδους την αλλαγή, καθώς ίσως η οικονομική ανασφάλεια, ο εγκλεισμός, η αποξένωση θα περιμέναμε να μας κάνει ακόμα πιο φοβικούς και συγκαταβατικούς με τις εργασιακές μας διεκδικήσεις.
Αντίθετα, οι νέοι «ξεσπάθωσαν». Άρχισαν να ζητάνε, να διεκδικούν, να παραιτούνται από δουλειές, να φέρουν όλο και περισσότερες αντιρρήσεις και να θέτουν δίκαιους όρους συνεργασίας. Υπό άλλες συνθήκες, άρχισαν να μιμούνται έως ένα σημείο τους εργοδότες τους: «Όπως εσύ με βλέπεις αναλώσιμο και σε καμία περίπτωση ως αναντικατάστατο, έτσι κι εγώ έχω κι άλλες επιλογές αν εσύ δε με σεβαστείς. Και κάθε φορά που θα μου κάνεις τη ζωή δύσκολη, θα στο υπενθυμίζω. Θα σου υπενθυμίζω ότι έχεις ανάγκη τη δική μου εμπειρία, τη δική μου εξοικείωση με τον τρόπο που εσύ δουλεύεις και με αυτά που εσύ ζητάς κι ότι αυτά αξίζουν τα δύο τρία πράγματα που εγώ διεκδικώ και θα συνεχίσω να διεκδικώ.»
Είδαμε νέους να επιλέγουν τη δύσκολη οδό. Να τα γκρεμίζουν όλα και να καταπιάνονται με κάτι ολοκαίνουριο. Κάτι που είναι φρέσκο κι ας είναι άγνωστο, κάτι που πάντα τους άρεσε και τους ενέπνεε αλλά δεν έπαιρναν ποτέ το ρίσκο γι’ αυτό, κάτι που τους επιτρέπει να μη δίνουν λογαριασμό σε κανέναν εργοδότη που δεν ξέρει να ηγείται και κάτι που αναπόφευκτα έρχεται μαζί με τις νέες εξελίξεις, π.χ. την αλματώδη ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης ή του κόσμου των σόσιαλ.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ικανότητα από το να μπορείς να προβλέπεις «πότε είναι η κατάλληλη στιγμή». Σε όλα. Στην πολιτική, στις σχέσεις, στη δουλειά. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αρετή από το να πεις στη σωστή στιγμή ότι φεύγεις από την εκάστοτε δουλειά, ότι κάνεις ένα νέο ξεκίνημα, ότι κάνεις το άνοιγμα, ότι παίρνεις το ρίσκο. Και θέλει πολλά κότσια για να πεις και το άλλο: Βαρέθηκα να απολογούμαι πάντα σε κάποιον, να ορίζει κάποιος άλλος τις υποχρεώσεις και τις αρμοδιότητές μου, να ελέγχει το τι κάνω και πώς το κάνω. Θα πάρω ό,τι έμαθα, όλη μου την εμπειρία, όλες μου τις δεξιότητες και θα τους δώσω το όνομά μου. Μόνο το δικό μου. Διπλές οι υποχρεώσεις, τρίδιπλες οι ευθύνες, πολλαπλάσιο το άγχος; Διπλά τα κέρδη (όχι μόνο τα υλικά κι όχι πάντα σε πρώτο χρόνο), τρίδιπλη η δικαίωση, απεριόριστη η ελευθερία.
Άνθρωποι που δε συμβιβάστηκαν και που έχουν να αντιπαλέψουν και κάτι άλλο: σχόλια, σχόλια, σχόλια. «Μα είναι τώρα η κατάλληλη στιγμή να φύγεις από τη δουλειά; Είναι καιρός για τέτοια ανοίγματα; Είναι καιρός για να ανοίξεις κάτι δικό σου; Είναι η ώρα να ζητήσεις αύξηση μισθού; Είναι η ώρα να μιλήσεις για τήρηση του ωραρίου; Για άδειες;» Γι’ αυτούς ποτέ δε θα είναι η κατάλληλη ώρα. Πρώτον, γιατί η φύση τους δεν τους επιτρέπει να πιστεύουν στην «κατάλληλη ώρα» και δεύτερον γιατί η δική σου επιτυχία -όποτε και να έρθει- θα τους θυμίσει τη δική τους αναβλητικότητα και τον δικό τους παντοτινό φόβο ότι εάν έκαναν το ίδιο, θα έμπαιναν σε σύγκριση μαζί σου. Και ίσως να έχαναν.
Η αυξημένη δυναμικότητα των νέων στα εργασιακά είναι ίσως κάτι που ξαφνιάζει. Είναι το αντίθετο αποτέλεσμα αυτού που θα περιμέναμε. Όμως, τώρα που ο κουρνιαχτός της καραντίνας καταλαγιάζει, κάτι πιο αισιόδοξο φαίνεται στον ορίζοντα σε σχέση με τη δυνατότητα του ανθρώπου να διαμορφώνει τη ζωή του. Το σοκ που βιώσαμε αυτά τα δύο χρόνια μας έδειξε τι πραγματικά έχει αξία. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που πλέον επιλέγουμε τους ανθρώπους που μας περιστοιχίζουν, τα σχόλια που θα δεχόμαστε, τα όρια μέχρι τα οποία νιώθουμε άνετα και τη στάση ζωής που μας ταιριάζει, έτσι σταδιακά επιλέγουμε να διαμορφώσουμε την επαγγελματική μας ταυτότητα όπως ανέκαθεν θέλαμε. Η επιλογή είναι η μεγαλύτερη ανθρώπινη ελευθερία. Γιατί πού ξέρουμε; Ίσως, κάποια στιγμή στο μέλλον συμβεί πάλι κάτι και θα χρειαστεί να εγκλωβιστούμε με τις επιλογές μας. Ας είναι οι καλύτερες δυνατές.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου