Καθισμένη μπροστά από τον οβάλ της καθρέφτη, μακιγιαριζόταν. Τα τσίνορά της έμοιαζαν να δίνουν ένα βλέμμα πολυδιάστατο, αλλά τόσο ψεύτικο. Είχε καταφέρει να εφαρμόσει με λεπτές χειρουργικές κινήσεις τις τρέσες, τίγκα στην κόλα. Τώρα ήρθε η σειρά των χιλιοτσουρουφλισμένων της μαλλιών από τα προϊόντα styling που χρησιμοποιούσε καθημερινά, να γίνουν πάλι ανθρώπινα. Οι τρέσες ήδη περίμεναν περίτεχνα απλωμένες στην  κεφαλή της καρέκλας, ακριβώς δίπλα της. Τα μακριά extension τής υπόσχονταν μια θριαμβευτική σημερινή εμφάνιση. Τέλος, φόρεσε τις άσπρες γυαλιστερές της μπότες μέχρι το γόνατο, που έκαναν τα πόδια της πιο μακριά κι από της καμηλοπάρδαλης.

«Φτου σου κοριτσάρα μου», είπε. Τσίμπησε το μάγουλό της σαν ήθελε ν’ αναζωογονήσει τον τόνο του. Να νεκραναστήσει την ωχρότητά του. Γεννημένη θεατρίνα. Ακούς εκεί, που θα της έπαιρνε τον ρόλο η νέα που είχε εισβάλει στον χώρο τους για εκτοπίσει τ’ όνομά της από τη μαρκίζα. Ξέρεις εσύ δυο κοκόρια να μοιράζονται την ίδια σκηνή; Γνωστές οι ομηρικές κοκορομαχίες ποιος κόκορας θα κερδίσει το επίμαχο κοτέτσι. Εδώ παιζόταν το γόητρο της μαρκίζας. Της Τροίας θα γινότανε για την πρωτιά.

Η Ελενάρα με τα όλα της, λικνίστηκε μπροστά από τον καθρέφτη για να επιβεβαιώσει την υπεροχή της κι αυτός της χαμογέλασε θριαμβευτικά επιβεβαιώνοντας πως είχε την πρωτιά της πιο πλαστικής εμφάνισης στα πέρατα του κόσμου.

« Χρυσό μου ετοιμάσου», ήρθε η σειρά μας, φώναξε η δεύτερη φωνή και συνοδεία της στην πίστα.

«Έρχομαι καλή μου», λίγη χρυσόσκονη ακόμη για τη λάμψη.

Κατευθύνθηκε προς τη σκηνή, σαν πυγολαμπίδα. Έδωσε το θεαματικό παρόν της μέσα σ’ ένα περιβάλλον απόκοσμο, στο σκοτάδι. Έτσι είχε προγραμματιστεί το αρχικό σκηνικό. Φωτοβολούσε ολόκληρη ως διάττοντας αστέρας φερόμενος στη γη.

«Tσσς tre banal», ψιθύρισε η μικρή νεοφερμένη καθώς η πρώτη πέρασε ξυστά από δίπλα της. Στο πέρασμά της προς την πίστα έπιασαν τ’ αυτιά της σαν σωστά ραντάρ το πικρόχολο σχόλιό της. Έπειτα, έσυρε το πτερωτό της κουστούμι επί σκηνής κορδωμένη σαν παγώνι. Πήρε το μικρόφωνο από το σταντ και ξεκίνησε να τραγουδά. Το βλέμμα της σταθερά καρφωμένο στο αφεντικό και τη νεανία. Τα χαχανητά της μικρής ακούστηκαν ως την πίστα.

Έκανε μια παύση, απαραίτητη για να κρατήσει την ψυχραιμία της. Κι έτσι, πέρασε απ’ τον νου της πώς ένιωθε όταν πρωτοεργάστηκε στο νυχτερινό κέντρο. Έφαγε τα νιάτα της σε αυτό το πάλκο. Τα ζουμερά της χρόνια εδώ τα πέρασε και το αφεντικό την είχε μπάρμπα στην Κορώνη. Τώρα, στημένη λεμονόκουπα ξίνιζε μέρα με τη μέρα.

Τα πιάτα επιστρατεύτηκαν επί σκηνής κι εκσφενδονίστηκαν σαν δίσκοι ερχόμενοι από ένα παράλληλο σύμπαν. Ένα μάλιστα τη βρήκε ξυστά ξυρίζοντας σχεδόν τις ψευτοτρέσες της. Είπε άλλα δυο σουξέ με αέρα δέκα καρδιναλίων. Ισορρόπησε στα ψηλοτάκουνά της, σαν να ήταν ο πύργος της Πίζας, έτοιμη να πέσει.

Η μικρή, της έριξε μια λοξή ματιά με την οποία άφησε να εννοηθεί πως το αφεντικό το έψηνε και θα το έβγαζε σχεδόν από τον φούρνο. Ο άλλος γιούλμαπχτσι για πάρτι της μικρής. Κοίτα τον, σαν χάννος που τύλιξε η ραδιούργα ιέρεια. Κι αυτός; Αυτός κρέμεται από τα χείλη της τα σιλικονάτα.

«Τι κάνεις ρε με το φιντάνι;»

Η άλλη την κοίταξε υποτιμητικά, ζυγίστηκε μαζί της στη ματιά και της πέταξε: «Τι λες ρε γεροκαρακάξα για μάζεψε τα λόγια σου. Πες της κάτι ρε Τζιμάκο.»

Ο άλλος κοίταξε σαν να είχε καταπιεί σκουπόξυλο. Αμήχανα. Ο καπνός από την τσιγαρίλα ήθελε να τον καταπιεί. Οι δυο ντίβες, νέα και παλιά, αναμετρήθηκαν στα πούπουλα και την παγιέτα. Το κουστούμι του άλλου γυάλισε από το glitter που επιβεβαίωνε πως με τη μικρή, είχε έρθει πιο κοντά.

«Πάρε από εδώ την μπόα σου κι εξαφανίσου, δεν περνά άλλο η μπογιά σου». Η Ελενάρα όρθωσε το ανάστημά της και ύψωσε τον λαιμό της σαν στρουθοκάμηλος για να κάνει φανερό πως δε σηκώνει τέτοιου είδους νταηλίκια. Ξενύχιασε το φιντάνι, δήθεν στραβοπατώντας τυχαία. Τύλιξε την μπόα της επιδεικτικά πιο σφικτά γύρω από τον λαιμό σαν να επρόκειτο για επίδειξη μόδας του 1920 στο Moulin Rouge. Κοίταξε την άλλη αφ’ υψηλού και είπε:

«Βόα, ε βόα».

Τους άφησε σύξυλους εν μέσω καπνών. Οι λεπτοδείκτες σχεδόν κινήθηκαν σε τέλειο συγχρονισμό για το κλείσιμο άλλου ενός χρόνου. Η μαρκίζα αναβόσβηνε με το όνομά της για ώρες, μέχρι να ξημερώσει. Tα πυροτεχνήματα έπεφταν βροχή. Η σαμπάνια έρρεε άφθονη κι από τα ηχεία ακουγόταν η φωνή της θρυλικής Edith Piaf. Ο παλιός είναι αλλιώς κι ο νέος ωραίος, αλλά μόνο εάν είναι ένας ερχόμενος και πολλά υποσχόμενος νέος.

Τ’ όνομά της αναβόσβηνε σαν την καύτρα του τελευταίου τσιγάρου που αποφάσισε να καπνίσει ένας μανιακός καπνιστής.’Οσπου έσβησε.

Συντάκτης: Νίκη Ατζέμογλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου