Ένιωθα μαζί σου τον παιδικό εαυτό μου.
Τη σκανδαλιά που ήξερα βαθιά μέσα μου πως θα τσάντιζε τους γύρω.
Κι εγώ εκεί, σαν να ‘χα πλήρη άγνοια. Ένα παιδί στο παραμύθι του.
Έβλεπα χρώματα – ξέρεις όχι όλα, μόνο τα ευτυχισμένα, αυτά που βλέπουν τα παιδιά.
Τα πράσινα, τα κίτρινα, τα μπλε- ειδικά τα μπλε που έπαιρναν το βαθύ τους μέσα στα μάτια σου.
Κι όταν μέναμε μόνοι, ένιωθα ενοχές, που από τη μια η φλόγα μας τύλιγε στο κόκκινο το δωμάτιο
κι από την άλλη έτρεχα με ψιθύρους στο κορμί σου για να κοπάσει.
Ένιωθα μαζί σου το παιδί πού ’χε κρυφτεί πριν καιρό, καλά μέσα μου.
Ωραίο πράμα ν’ ανακαλύπτουν άλλοι αυτά που νόμιζες πως δεν υπάρχουν πια- σαν μάνα που ψάχνει επίμονα το παιδί της στην άβυσσο.
Και γινόταν το δεδομένο, για μένα άγνωστο,
σαν να μου τα ’χαν μεταφράσει μέσα σε δυο νύχτες ηδονής, σε γλώσσα που μόνο με τη σιωπή μπορούσα να φωνάξω.
Ήλπιζα, τουλάχιστον, να σε είχε χαϊδέψει η ηρεμία μου εκείνα τα βράδια στην άμμο- που ενώ σου μιλούσα για τ’ αστέρια κοιτούσα μόνο τα μάτια σου.
Κι άλλοτε, που ένιωθα την καρδιά μου να βγαίνει έξω, για ένα βαλς ή ένα τελευταίο ταγκό μαζί με τη δική σου.
Ένιωθα μαζί σου τον παιδικό εαυτό μου κι έχουν να λένε, πως τα παιδιά δεν ξεχνάνε.
Ποτέ…