Είτε ανήκεις στην κατηγορία αυτών που μισούν τα κάλαντα, είτε είσαι ένας από αυτούς που τα λατρεύει και παραμονή Πρωτοχρονιάς μένεις μέσα στο σπίτι σου ανυπομονώντας να έρθει κάποιο παιδάκι, να σου χτυπήσει την πόρτα και να σε ρωτήσει «Να τα πω;», πρέπει να έχεις ακουστά την Φρικαντέλα Ζαρζουέλα Σαλμονέλα Στρυφνίνη, την μάγισσα που μισούσε τα κάλαντα. Δημιούργημα του αγαπημένου μας «παραμυθά» -κι όχι μόνο- του Ευγένιου Τριβιζά. Μα, ακόμα κι αν δεν τη γνωρίζεις είμαι εγώ εδώ για να σου πω δύο λογάκια περί αυτής.
Η Φρικαντέλα Ζαρζουέλα Σαλμονέλα Στρυφνίνη –όπως μου αρέσει να την αποκαλώ με ολόκληρο το όνομά της- είναι μια εντελώς κακιά μάγισσα που απεχθάνεται οτιδήποτε είναι καλό. Έτσι για παράδειγμα δεν έτρωγε ποτέ της καλαμαράκια αλλά μόνο κακαμαράκια και δεν πήγαινε ποτέ εκδρομή στα Καλάβρυτα, αλλά μονάχα στα Κακάβρυτα. Έκλεβε από τα παιδιά τα παραμύθια, έσκιζε την τελευταία σελίδα με το καλό τέλος και το αντικαθιστούσε με ένα κακό. «Και ζήσαμε εμείς κακά κι αυτοί χειρότερα»
Κυρίως, όμως, η Φρικαντέλα απεχθάνεται τα κάλαντα. Της αρέσουν μόνο τα κάκαντα. Έτσι, άλλη μια παραμονή Πρωτοχρονιάς ξημέρωσε και τα παιδιά βγήκαν να τραγουδήσουν τα κάλαντα. Και κάπου εδώ ξεκινά η ιστορία.
Η Φρικαντέλα εξοργισμένη που δεν μπορεί να ακούει αυτή τη μελωδία, βγαίνει στο μπαλκόνι της με το μαγικό της ραβδί και μεταμορφώνει όλα τα παιδιά σε βατράχια, γάτες, κατσίκες, πάπιες. αγελάδες, κλπ, αλλά τίποτα δε σταματά το τραγούδι τους. Γι’ αυτό αποφασίζει να τους κλέψει τις φωνές και να τις κλείσει μέσα σε μπαλόνια. Τα παιδιά άφωνα πλέον εφοδιάζονται με αρκετή τόλμη κι αφού καταφέρνουν να εισβάλλουν μέσα στο κάστρο της, αρχίζουν να εξερευνούν κάθε χώρο με σκοπό να βρουν και πάλι τις φωνές τους.
Τότε ξεκινά μια αρκετά περιπετειώδης περιήγηση στους μαγεμένους χώρους του κάστρου, που είναι γεμάτοι με παγίδες. Καταλήγουν, λοιπόν, στο δωμάτιο που κοιμάται η Φρικαντέλα κι εντοπίζουν τα μπαλόνια με τις φωνές τους, δεμένα στο χέρι της μάγισσας. Με περίσσιο θάρρος, τα παιδιά καταφέρνουν να σπάσουν τα μπαλόνια και να ανακτήσουν τις φωνές τους, ενώ υποχρεώνουν την κακιά μάγισσα να ακούσει τα κάλαντα απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδος. Τότε συμβαίνει κάτι πραγματικά μαγικό. Η Φρικαντέλα συνειδητοποιεί ότι τελικά της αρέσουν πολύ τα κάλαντα και μεταμορφώνεται σε καλή μάγισσα.
Από τότε, κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς περιμένει με ανυπομονησία να ακούσει τα παιδιά να της τραγουδήσουν τα κάλαντα. Άλλωστε η ευεργετική επίδραση της μουσικής είναι μη αμφισβητίσημη κι ενώ πρόκειται απλώς για ένα παραμύθι, στην πραγματικότητα η ιστορία αυτή έχει κάτι να μας διδάξει.
Ο Ε. Τριβιζάς γράφοντας για τη μάγισσα Φρικαντέλα σε ταξιδεύει μέσα στον χώρο του μαγικού κάστρου με έναν τρόπο αρκετά περιπετειώδη που θυμίζει το παιχνίδι του κρυμμένου θησαυρού ή τα escape rooms σε παιδική έκδοση. Βέβαια, το βιβλίο δεν απευθύνεται μόνο σε παιδιά, αλλά είναι η τέλεια συντροφία για ένα χριστουγεννιάτικο απόγευμα σε συνδυασμό με μια κούπα ζεστή σοκολάτα.
Με τα παραμύθια «κοιμούνται τα παιδιά και ξυπνάνε οι ενήλικες», γιατί με την απλότητα που τα διακατέχει, αντιλαμβανόμαστε πράγματα που ίσως δεν είχαμε αντιληφθεί προηγουμένως. Για ποιόν λόγο να μισούμε πράγματα που θα μπορούσαν να μας κάνουν ευτυχισμένους; Τι βιώματα μπορούν να μας οδηγήσουν εκεί; Και ποιά μπορεί να είναι η σχέση που έχουμε με τον εαυτό μας ώστε από τη μία να μισούμε αλλά ταυτόχρονα και να αγαπούμε κάτι;
Θα μπορούσαμε να μάθουμε κάτι για τον εαυτό μας και το παραμύθι αυτό ίσως είναι η αρχή να ξεκινήσουμε να απολαμβάνουμε, χωρίς ενοχές, κάθε τι που μας κάνει ευτυχισμένους. Κι αν αυτό ξεκινάει από το να αρχίσεις να σιγοτραγουδάς τα κάλαντα, τότε γιατί όχι;
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Κουτσουρά