– I’m not in love with you anymore.
– I didn’t know you ever were.
The Royal Tenenbaums (2001)
Όσο εντυπωσιακή και δυναμική αύρα κι αν έχει ο έρωτας, τόσο απότομα μπορεί να πάρει αυτή του την ενέργεια πίσω και να μάς αφήσει ν’ αναρωτιόμαστε τι έγινε και πάψαμε να ‘μαστε ερωτευμένοι. Προφανώς, όταν βρισκόμαστε στην αντίπερα όχθη τα συναισθήματα μας αδυνατούν να κρίνουν λογικά την κατάσταση γιατί βρισκόμαστε ακόμα μέσα σε μια άλλη σφαίρα πραγματικότητας, διαφορετική από εκείνη που ως πρότινος ήμασταν κι οι δύο. Αλλά ή αλήθεια είναι πως υπάρχουν κάποια σημάδια που εάν καταφέρουμε και τα παρατηρήσουμε, θ’ αντιληφθούμε πως ο έρωτάς μας έχει πάψει να ‘ναι αμοιβαίος.
Είναι πολύ πιθανόν στην περίπτωση που δε θέλει να μάς πληγώσει να μη μάς πει την καθόλου ευχάριστη στο άκουσμα φράση: «θέλω να μιλήσουμε» όπου και να μην το θέλουμε, με το που την ακούσουμε, το σώμα μας μπαίνει σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Παρ’ όλα αυτά μικροκινήσεις στην καθημερινότητα, αλλαγές στις συνήθειες, μια έντονη προσκόλληση στην εργασία είναι πάντα σημαδάκια που κάτι μας δείχνουν.
Αυτή η απομάκρυνση μεταφέρεται και στην επικοινωνία που υπάρχει μεταξύ μας. Πλέον δε μιλάμε για τα καθημερινά μας προβλήματα ή για το πώς περάσαμε την ημέρα μας, και λιγοστεύουν κι οι άσχετες κουβεντούλες για όσα είδε ο ένας και του θύμισαν τον άλλον. Τα ενδιαφέροντα γίνονται ατομικά, όχι επειδή άλλαξαν οι προσωπικότητες αλλά επειδή άλλαξαν οι προτεραιότητες – και η σχέση δε δείχνει να ‘ναι μία απ’ αυτές. Μηνυματάκια για καλημέρα και καληνύχτα ούτε που θυμόμαστε πότε ανταλλάξαμε αν δε ζούμε στο ίδιο σπίτι. Δεν είναι ότι υπάρχει αποστροφή (τουλάχιστον όχι πάντα), υπάρχει όμως μια ατμόσφαιρα αδιαφορίας.
Οι συζητήσεις για το μέλλον ή δεν υπάρχουν καν ή αν υπάρχουν φέρνουν αμηχανία, γιατί υπάρχει στον αέρα μια αίσθηση ότι έτσι κι αλλιώς το μέλλον δε θα ‘ναι κοινό άρα ποιος ο λόγος να συζητηθεί; Έπειτα είναι κι οι εκνευρισμοί με το παραμικρό, με πράγματα στη συμπεριφορά και το χαρακτήρα που ξαφνικά δείχνουν να δημιουργούν τριβή. Κάπου αρχίζει να παρατηρείται και μια αδιαφορία στην εμφάνιση, τη θελκτικότητα, συχνά ακόμη και στην υγιεινή. Έχει πάψει να ‘ναι ζητούμενο η έλξη άρα έχει πάψει κι η προσπάθεια πρόκλησής της.
Το αμήχανο όταν συμβαίνουν αυτά είναι πως δεν μπορούμε να προσάψουμε κατηγορίες ή να τεθούν παράπονα. Τι να πει ο ένας στον άλλον; Γιατί έπαψες να νιώθεις έρωτα; Όπως δεν υπάρχουν και κακοί σ’ αυτές τις ιστορίες κι έχουμε κάπως συνηθίσει να θεωρούμε πως φταίει αυτός που έπαψε να αισθάνεται πρώτος. Μα δεν αποτελεί αυτό λόγο προς κατηγορία. Δεν τη λες και την πιο ευχάριστη συνειδητοποίηση αλλά είναι ρεαλιστική. Κανείς δεν μπορεί να ορίσει την καρδιά του – δυστυχώς ή ευτυχώς – κι αυτό καλό είναι να το ‘χουμε κατά νου όταν βγάζουμε συμπεράσματα.
Ίσως λοιπόν δεν ακουστεί η φράση “μου ‘χει περάσει ο έρωτας” αλλά θα φανεί.
Κι όταν αυτό συμβαίνει είναι το κομβικό σημείο που κι οι καβγάδες δεν έχουν πλέον λόγο ύπαρξης. Τι να πεις και τι να συζητήσεις; Επάνω σε ποια βάση να γίνει μια συζήτηση – και βασικά, ποια συζήτηση; Υπάρχει λόγος για συζήτηση;
Πώς μπορείς όμως να «ξε-ερωτευτείς» κάποιον;
Αυτή είναι η πιο κλασική ερώτηση εκείνου που οφείλει να αποδεχτεί ότι ο έρωτάς του τώρα είναι μονόπλευρος. Η διεργασία θέλει χρόνο. Συνήθως τείνουμε να ‘μαστε ανυπόμονοι. Έτσι όπως η αρχική δημιουργία των συναισθημάτων δεν έγινε απ’ τη μια μέρα στην άλλη έτσι και τώρα οφείλουμε ν’ αποδεχτούμε ότι δεν μπορούμε να εκβιάσουμε τις καταστάσεις.
Βοηθάει επίσης να αναλογιστούμε όσο κι αν αυτή είναι μια σκέψη που όταν είμαστε πολύ ερωτευμένοι δε θέλουμε να κάνουμε, πως αυτή είναι η φύση του έρωτα. Έρχεται, δρα, παρέρχεται. Κι αυτή του η πορεία που είτε θα πάει προς αναζήτηση ενός νέου έρωτα είτε θα εδραιωθεί σε αγάπη, δεν ακυρώνει καθόλου την αρχική του ύπαρξη.
Κι αν είναι κάτι να κρατήσουμε ας είναι αυτό: Ό,τι μπορεί να πάψαμε να ‘μαστε ερωτευμένοι αλλά, τουλάχιστον, κάποτε υπήρξαμε.
Επιμέλεια κειμένου: Ανδρέας Πετρόπουλος