Αν υπήρχε τρόπος να περιγράψεις τι σημαίνει λαϊκά το «βάζω πλάτες», θα έδινες παράδειγμα, μέσα απ’ την οικογένειά σου. Βάζω πλάτες να σε βοηθήσω, να σε καλύψω, να σε γλιτώσω από κατσάδα και κακό. Με ευκολία αυτή η γλυκιά αίσθηση ασφάλειας, θα λέγαμε πως ανήκει στα αδέρφια μας -μεγαλύτερα συνήθως- χωρίς αυτό ν’ αποτελεί κανόνα. Σχέσεις που πλάθονται μέρα με τη μέρα στο δικό σας σπίτι και καθιστούν τον έναν με τον άλλον, όχι απλούς συγγενείς, αλλά μέντορες, προστάτες, κι όπου χρειαστεί κακούς μπάτσους.
Θα πω αρχικά πως με εμένα ως μικρότερη σε σπίτι με τρία αδέρφια, ένα τηλέφωνο μονίμως χτυπάει, που εγώ βρίσκομαι στην άλλη γραμμή και λέω και να ξαναλέω «σε παρακαλώ σώσε με». Υπάρχουν πολλές διαφορετικές, σοβαρές και μη περιπτώσεις που θα γίνουν τέτοιες κλήσεις, μα όλες έχουν έναν κοινό παρονομαστή ένα κίνητρο αμετακίνητο: Η ασφάλεια που υπάρχει σε μια σχέση αδερφική, πως δεν πρόκειται να σε αφήσουν να πνιγείς στα σκ@τά, ακόμα κι αν έχεις λερωμένη τη φωλιά σου. Από εκείνα τα εικοσάρικα που ζητάς γιατί -πάλι- ξέμεινες, ένα ψεματάκι που θες να φουσκώσετε στους γονείς σας για να τη βγάλεις λάδι, ένα αυτί διαθέσιμο να ακούσει τη βαρετή σου κλάψα για κάτι μέχρι και στους φίλους σου ντρέπεσαι να πεις.
Απλά κι όμορφα, μιλάμε για έναν δεσμό εμπιστοσύνης στον οποίο βασιζόμαστε και θεωρούμε πως μπορούμε να τρέξουμε αν τα πράγματα στραβώσουν, πολύ ή λίγο. Νομίζω πως είναι από τα δείγματα της συμπεριφοράς μας που δεν αναλύουμε συχνά, γιατί ανήκει σ’ ένα κομμάτι το οποίο μάθαμε να θεωρούμε δεδομένο. Την οικογένεια, την αγκαλιά της, την οικειότητα, ή το πόσο αυτονόητη πρέπει να είναι αγάπη από το ένα μέλος στο άλλο. Ας είμαστε ειλικρινείς, όμως, τίποτα απ’ αυτά δεν είναι δεδομένο κι ίδιο για όλους μας.
Ζώντας ως αδελφός ή αδελφή μέσα στο καβούκι του «μικρού» απολαμβάνεις χάδι και μαστίγωμα ταυτόχρονα, καθώς δύο είναι τα τινά: Μπορείς και ζητάς βοήθεια στις ηλιθιότητές σου, να μη φανούν τόσο κραυγαλέες σε μάνα και πατέρα. Τι είμαστε, τίποτα τελευταίοι, και να φταίμε και να τ’ ακούμε; Όχι βέβαια, θα φροντίσουν τα αδερφάκια να μας ξελασπώσουν. Από την άλλη το τίμημα για τη βοήθεια είναι σε κατσαδιάσουν οι ίδιοι, για να γνωρίζεις πως δεν είσαι αλάνθαστος, απλά κωλόφαρδος που τους έχεις στη ζωή σου πάντα εκεί, να τρέξουν για χάρη σου.
Σου περιγράφω ένα δίπολο που κάθε φορά με κάνει να γελάω και να συγκινούμαι ταυτόχρονα. Είναι σαν τη φυσική εξέλιξη κι αναπαράσταση εκείνης της φωτογραφίας που έχει η μάνα σας στο σαλόνι, που είστε μικρά κι ο ένας παλεύει με τον άλλον, αλλά είστε χαρούμενοι. Μεγαλώνοντας, δεν αλλάζουν και πολλά από την εικόνα που έφερες στο μυαλό σου. Βασανίζεστε, παζαρεύετε λεφτά κι ελεημοσύνη, κλέβει ο ένας τα κλειδιά του άλλου και κάθε γκάφα είναι ευκαιρία, για τον μεγάλο να επιδείξει ταλέντο διπλωμάτη και για τον μικρό να λουφάξει. Μεταξύ μας, και το δεύτερο ένα είδος διπλωματίας είναι, να τα λέμε κι αυτά.
Αν το αναλύσουμε πέραν της χιουμοριστικής ή επιφανειακής πλευράς του, θα δούμε πως δεν έχει καμιά σημασία αν μιλάμε για μικρότερες ή πιο ώριμες ηλικίες, πιο δύσκολες ή εύκολες φάσεις ζωής. Τα αδέρφια συνιστούν πλάσματα που περικλείουν τον φίλο και τον γονιό, σε ένα σώμα. Μιλάμε για μια σχέση ιερή, όχι τόσο για τον εξ αίματος δεσμό- η ιστορία άλλωστε μας έχει αποδείξει πως δε συνιστά αυτό μονάχα την οικογένεια. Η ανιδιοτελής αγάπη που αισθάνεσαι είναι αυτή που με βεβαιότητα σε κάνει να λες πως και στον γκρεμό θα έπεφτες για χάρη τους, πως εκείνοι θα έκαναν τα πάντα για να σε βοηθήσουν, για να σε σώσουν.
Είναι υπέροχο να ξέρεις πως όσο μεγαλώνεις, κάποια πράγματα μένουν ίδια κι ίσως μεγαλώνουν με τις καταστάσεις που η ζωή θα φέρει στον δρόμο σου. Είναι επίσης υπέροχο να βλέπεις πως οι άνθρωποι που σε κρατούσαν μωρό απ’ το χέρι μην τυχόν και γκρεμοτσακιστείς, είναι οι ίδιοι που στα είκοσι και στα τριάντα, θα σε προστατεύουν έτσι ακριβώς, κι ας μη σε κρατούν απ’ το χέρι πια.
Να τους αγαπάτε. Να το λέτε. Α, και να φοράτε κρυφά τα ρούχα τους, έχουν άλλη χάρη τα ξένα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου