Στα τέλη του καλοκαιριού του 1988, η ελληνική κοινωνία πληροφορήθηκε ένα έγκλhμα μέσα απ’ τον Τύπο, το οποίο δεν είχε ξαναδεί μέχρι τότε. Ο Κώστας Ταχτσής ήταν ένας απ’ τους μεγαλύτερους Έλληνες λογοτέχνες, ο οποίος όμως είχε ένα μάλλον άδικο τέλος. Στις 27 Αυγούστου 1988 βρέθηκε δολ0φονημένος στο σπίτι του απ’ την αδερφή του, η οποία προσπαθούσε να το βρει στο τηλέφωνο για πολλές ώρες, αλλά μάταια. Όταν είδε ότι δεν μπορούσε να τον βρει, χρησιμοποίησε το δεύτερο κλειδί για το σπίτι του που είχε κι όταν έφτασε εκεί, βρήκε τον συγγραφέα να κείτεται ν3κρός στο κρεβάτι του.
Ο Ταχτσής είχε σοκάρει την ελληνική κοινωνία τόσο μέσα απ’ το συγγραφικό του έργο, όσο και απ’ τη ζωή που ζούσε. Αξίζει ν’ αναφέρουμε ότι το βιβλίο του με τίτλο: «Το τρίτο στεφάνι» είναι το διασημότερο πεζογράφημά του και θεωρείται το έργο που τον εδραίωσε στην ελληνική λογοτεχνία. Ήταν πολύ πρωτοποριακό για την εποχή του, κυρίως λόγω της γλώσσας που χρησιμοποιούσε και για αυτό τρεις εκδοτικοί οίκοι αρνήθηκαν να το εκδώσουν. Το 1962 πλήρωσε ο ίδιος, για να το εκδώσει και μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’70 είχε ήδη γίνει επανέκδοση λόγω μεγάλης ζήτησης.
Όσο ζούσε, ο Κώστας Ταχτσής δεν έκρυβε τις σ3ξουαλικές προτιμήσεις του. Είχε μιλήσει ανοιχτά για τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, για την κακ0ποίηση που δέχτηκε απ’ τον πατέρα του αλλά και την αυστηρή γιαγιά του που τον μεγάλωσε μακριά απ’ τη μητέρα και την αδερφή του. Κυκλοφορούσε πολλά βράδια ως τραβ3στί σε γνωστά στέκια της εποχής κι εκδιδόταν. Ενώ το πρωί ήταν άντρας, τα βράδια μεταμορφωνόταν σε γυναίκα, σε σημείο μάλιστα να μην καταλαβαίνουν οι πελάτες ότι ήταν άντρας. «Προχώρα Ταχτσή προχώρα στο δικό σου δρόμο, κι όσες παγίδες τόσο το καλύτερο – προχώρα, αφήνοντας τη σάρκα που αναλογεί στην καθεμιά, μα κοίτα να ΄ναι κόκκινη σαν πυρωμένο σίδερο, νʼ αφήσει τα σημάδια της στα χέρια τους και προχώρα Ταχτσή προχώρα χωρίς να υπολογίζεις…» είχε γράψει σ’ ένα ποίημα του, δείχνοντας την έντονη προσωπικότητα του. Μέχρι την 25η μέρα ενός πολύ ζεστού Αυγούστου.
Η δολ0φονία του ήταν ένα θέμα που τράβηξε όλα τα φώτα της δημοσιότητας πάνω του. Δεν υπήρχε φύλλο εφημερίδας που να μην έχει το θέμα πρωτοσέλιδο. Ο συγγραφέας βρέθηκε στις 27 Αυγούστου στραγγaλισμένος στο κρεβάτι του, γuμνός, φορώντας μία ξανθιά περούκα και έχοντας βαμμένα τα νύχια του κόκκινα. Σύμφωνα με τον ιατροδικαστή, ήταν περίπου 40 ώρες ν3κρός. Μέσα στο σπίτι επικρατούσε ένα χάος, καθώς φαινόταν ότι ο δράστης είχε ψάξει παντού ακόμα και στη σακούλα των σκουπιδιών. Έλειπαν τρία πράγματα αξίας απ’ το σπίτι: ένα βίντεο, ένας τηλεφωνητής και μία φωτογραφική μηχανή polaroid. Όλα τα φώτα του σπιτιού ήταν αναμμένα καθώς και το κλιματιστικό, κάτι που κατάφερε κατά κάποιο τρόπο να καθυστερήσει τη σήψη του σώματος. Σύμφωνα με το φιλικό κι οικογενειακό του περιβάλλον, το γεγονός ότι τα φώτα ήταν αναμμένα κι ότι στην κουζίνα υπήρχε ένα κομμάτι πεπόνι κομμένο πάνω στο πάγκο δείχνει ότι ο δ0λοφόνος ήταν κάποιο οικείο πρόσωπο του συγγραφέα.
Η μαρτυρία ενός γείτονα ανέφερε ότι ο συγγραφέας εκείνη τη μέρα είχε πάει με τρεις άντρες στο σπίτι του, ντυμένος γυναίκα κι ότι εθεάθη ένας νεαρός με μουστάκι να φεύγει στις 3:00 το πρωί απ’ το σπίτι του θύμaτος. Αυτή η μαρτυρία πυροδότησε πολλά σενάρια. Το επικρατέστερο για την εποχή αναφέρει ότι πιθανόν ο θύτης ανακάλυψε ότι δεν πρόκειται για γυναίκα αλλά για άντρα, για αυτό τον λόγο τον σκότwσε και στη συνέχεια έψαξε στο σπίτι για χρήματα και τιμαλφή. Κατά γενική ομολογία όμως φίλων και γνωστών, ο Ταχτσής δεν έφερνε πελάτες στο σπίτι του, γιατί είχε ακριβά έργα τέχνης και συνήθιζε τους πελάτες του να τούς πηγαίνει σε κάποιο ξενοδοχείο. «Οι ξένοι είναι πάντοτε επιεικείς στους ξένους…» είχε γράψει σε ένα ποίημά του.
Ένα άλλο σενάριο αναφέρει μία τεχνική πάνω στο σ3ξ που ονομάζεται «@σφυξιοφιλία». Πρόκειται για μία τεχνική που προσπαθεί ο ένας να διεγείρει τον σύντροφό του, προκαλώντας του ένα είδος ασφυξίας, το οποίο όμως πιθανολογείται ότι στην περίπτωση του Ταχτσή κατέληξε σε θάνaτο. Το σενάριο όμως που μέχρι σήμερα θεωρείται το επικρατέστερο είναι αυτό που έχει προκύψει κυρίως απ’ τις απόψεις των φίλων, συγγενών και συνεργατών του. Λίγο καιρό πριν το θάνaτό του, ο συγγραφέας είχε ξεκινήσει να γράφει την αυτοβιογραφία του, στην οποία είχε αναφέρει σε φίλους αλλά και στην εκδότριά του ότι θα γράψει μέσα πράγματα, τα οποία θα ενοχλήσουν κάποιους κι είχε πει ότι μπορεί αυτό να επιφέρει τον θάνaτό του.
Είχε ενημερώσει στην εκδότρια του ότι είχε ολοκληρώσει ένα μεγάλο μέρος της αυτοβιογραφίας του κι ότι είχε βρει το τέλος που ήθελε να δώσει στο έργο του αυτό. Μάλιστα σε κάποια φίλη του είχε διαβάσει κάποια κομμάτια από αυτό το χειρόγραφο του, τα οποία όμως, όταν εκδόθηκε μετά το θάνaτό του δεν υπήρχαν μέσα στο βιβλίο. Ο λόγος; Δε βρέθηκε ποτέ στο σπίτι του ολοκληρωμένο το έργο του. 35 χρόνια μετά το θάνaτό του, η ανιψιά του -η κόρη της αδερφής του- Έλλη Αρτέμη Ταχτσή ανέφερε σε συνέντευξή της ότι το ντοσιέ με τα χειρόγραφα του θείου της δε βρέθηκε ποτέ στο σπίτι του. Τα μόνα που βρέθηκαν ήταν κάποια χειρόγραφα, απ’ τα οποία έλειπαν κάποιες σελίδες, γεγονός που ενισχύει το σενάριο ότι επρόκειτο για δολ0φονία από οικείο πρόσωπο του συγγραφέα. Η αυτοβιογραφία του εκδόθηκε ένα χρόνο μετά τον θάνaτό του, το 1989, με τίτλο «Το φοβερό βήμα», όπου συμπεριλαμβάνονται οι χειρόγραφες σημειώσεις του αλλά και κάποια ανέκδοτα κείμενά του.
Μέχρι σήμερα έχει χυθεί άπλετο μελάνι, σχετικά με το ποιος και γιατί σκότwσε τον Κώστα Ταχτσή. «Αγαπούσε τη ζωή και τη ζούσε» έγραφε ένα πρωτοσέλιδο της εποχής. Ο φίλος του και δημοσιογράφος Κώστας Τσαρούχας, ο οποίος ερεύνησε την υπόθεση αυτή κι έγραψε το βιβλίο «Η δολ0φονία του Συγγραφέα: Ποιος, πώς και γιατί σκότwσε τον Κώστα Ταχτσή», ανέφερε μεταξύ άλλων και την αδυναμία του συγγραφέα για το αλκ0όλ. Έπινε πάρα πολύ κι εκείνο το βράδυ ιδιαίτερα είχε καταναλώσει μεγάλη ποσότητα αλκοόλ, κάτι που ίσως να μην τον βοήθησε στο να αντισταθεί και να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Με τα δεδομένα και τις δυνατότητες της αστυνομίας την εποχή εκείνη και λόγω έλλειψης στοιχείων, η υπόθεση μπήκε στο αρχείο ως ανεξιχνίαστη δολ0φονία. Η Έλλη Ταχτσή ανέφερε ότι η δολ0φονία έγινε, για να στιγματιστεί το θύμa, παρά να βρεθεί ο θύτης.
Ο Κώστας Ταχτσής όμως ήταν ένας άνθρωπος, ο οποίος μιλούσε μέσα από τις λέξεις των κείμενων του μ’ έναν αξιοθαύμαστο τρόπο και ο ίδιος κατά γενική ομολογία είχε ένα λέγειν σχεδόν μαγευτικό. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Γιώργος Σεφέρης σ’ επιστολή του τον είχε προτείνει στο Ίδρυμα Ford ως: «τον κορυφαίο Έλληνα λογοτέχνη της γενιάς του». Όσοι αναφέρονται στον Κώστα Ταχτσή μιλάνε για έναν άνθρωπο εκρηκτικό, που αγαπούσε τον άνθρωπο ακόμα και όταν τον αντιμετώπισε τον ίδιο με κακία. Η υπόθεση της δολ0φονίας του μπορεί σήμερα να βρίσκεται σκονισμένη σε κάποια αρχεία της αστυνομίας, το έργο του όμως είναι αυτό που θα μείνει αδιάβλητο όσα χρόνια και να περάσουν: «Μια μπάλα υπήρξε η ζωή μου, κλώτσʼ από δω, κλώτσʼ από κει, γκολ! γκολ!!! το χάσαμε το παιγνίδι…».
Πηγή εικόνας: larissapress.gr
Επιμέλεια κειμένου: Ανδρέας Πετρόπουλος