Μέσα από το δίχτυ των πυκνών σύννεφων, πολύ μακριά στο λιβάδι της ανεμελιάς, έπαιζαν σχεδόν όπως κάθε μέρα. Ήταν ένα συναρπαστικό παιχνίδι μεταξύ τους. Τους ανέβαζε ή κατέβαζε από τα σύννεφα, τους άφηνε να τραμπαλίζονται στα μεγαλύτερα, που ήταν ανεβασμένοι. Αντίθετοι, μα και τόσο ίδιοι.
«Σήμερα για πού;»
Ο ένας σταμάτησε να λικνίζεται πάνω στο σύννεφο που έγερνε από το βάρος τους, έτοιμο να ρίξει τις πρώτες ζωογόνες σταγόνες βροχής του στη γη. Το ξανθό κεφάλι φύσηξε ένα ατίθασο τσουλούφι από το μέτωπο, κρεμάστηκε από την πλάτη του βαμβακερού παπλώματος που έδειχνε σκασμένο από το βάρος τους και κοίταξε κάτω στο βάθος, με το βλέμμα στραμμένο στη γη. Τα φτερά του ανοιγμένα, έτοιμα για το πέταγμα.
Ο άλλος δε σταμάτησε λεπτό να λικνίζεται με ζωηράδα. Το μουτράκι του με τα σπινθηροβόλα πράσινα μάτια εξέπεμπε σινιάλα για την επόμενη διαολιά.
«Έλα να σου δείξω!»
Τώρα κι αυτός έμεινε ακίνητος στο σύννεφο και κρεμάστηκε με το κεφάλι προς τα κάτω όπως κι ο άλλος.
«Όποιος σταματήσει και πει ότι θα πετάξουμε από εδώ πάνω θα είναι ο επόμενος που θα παρακολουθήσουμε. Εντάξει;»
«Σύμφωνοι. Κόλα το!»
Ο ξανθός άρχισε να κάθεται τώρα πάνω στο πουπουλένιο στρώμα παίζοντας μουσική με τη λύρα του, που ήχησε στις ουράνιες σφαίρες. O μελαχρινός στάθηκε κι αυτός ετοιμοπόλεμος. Έβγαλε από τον μανδύα έναν κονδυλοφόρο με φτερό κι άρχισε να γράφει. Έπειτα άφησε το χαρτί να αιωρείται σαν χαρταετός πετώντας το από το αχανές ύψος.
Ο δρόμος της πόλης ήταν πολυσύχναστος. Τ’ αυτοκίνητα κολλημένα όπως κάθε πρωί τσουλούσαν σημειωτόν στον δρόμο. Οι ιδιοκτήτες τους, οι μετακινούνταν προς τις δουλειές τους. Άλλοι από αυτούς ξεφυσούσαν για τη στασιμότητα. Μερικοί, πάλι, κοιτούσαν το ρολόι του ταμπλό και αγχώνονταν μη φτάσουν αργοπορημένοι στις εργασίες τους και ποιος άκουγε τον προϊστάμενο. Ο άντρας προσπάθησε να επιταχύνει το βήμα του. Άναψε πράσινο. Ήταν κοντά στο γραφείο. Κρατούσε χαρτοφύλακα που ασφυκτιούσε, τίγκα στα έγγραφα. Με το που πάτησε το πόδι του στο απέναντι πεζοδρόμιο, το κινητό του χτύπησε επιτακτικά. Ελαφρώς εκνευρισμένος το σήκωσε και είπε:
«Έλα έρχομαι, έρχομαι!»
Από την άλλη άκρη του τηλεφώνου ακούστηκε:
«Πού είσαι; Μια στοίβα έγγραφα ήδη σε περιμένει!»
«Καλά, καλά δεν είμαι μακριά. Έρχομαι!»
Καθώς συνέχισε την εσπευσμένη διαδρομή του, κάτι έπεσε μπροστά στο παπούτσι του. Σήκωσε ένα υφασμάτινο πανί. Μια πολύχρωμη κορδέλα απαλή σαν πούπουλο που έγραφε «memento mori». Τι στο καλό, από πού ξεφύτρωσε; Έριξε μια ματιά γύρω του αλλά κανείς. Βρισκόταν κοντά στο πάρκο Αντριάνο. Είχε φτάσει στο ύψος των αγαλμάτων. Η γέφυρα επιβλητική κι αριστερά και δεξιά οι άγγελοι έστεκαν αγέρωχοι με τα φτερά τους να ορθώνονται προστατευτικά πάνω από το κυκλικό κτίριο.
«Τι λες να κάνει;»
Ο μελαχρινός περίμενε να δει τις αντιδράσεις του άντρα. Είχε ήδη σκαρφαλώσει και εισχωρήσει μέσα στην προτομή την αγγελική, με τα φτερά του ελαφρώς κυρτωμένα προς τα κάτω. Ο άλλος βρισκόταν αόρατος, μέσα στη διπλανή αγγελική προτομή.
«Περίμενε και θα δούμε» είπε.
Ο άντρας σκούπισε ελαφρώς το μέτωπό του από τη ζέστη με τον αντεστραμμένο αγκώνα του. Ξέσφιξε τη γραβάτα που άρχισε να τον πνίγει. Έβγαλε το σακάκι του κι έμεινε με το άσπρο πουκάμισο. Σήκωσε τα μανίκια αι είπε στον εαυτό του, σαν να μιλούσε σε συνομιλητή: «Και αύριο μέρα είναι. Η δουλειά ας περιμένει.» Το τηλέφωνο ήχησε και πάλι στην τσέπη του σακακιού του. Το σήκωσε, αλλά το άφησε μετά πάλι ανοιχτό στην τσέπη. Από την άλλη άκρη της γραμμής άκουσε τον άλλον να φωνάζει εναγωνίως τ’ όνομά του.
«Εnzo Enzo!»
Ο άντρας κοίταξε τα νερά του Τίβερη, όπως κυλούσε γαλήνιος απολαμβάνοντας το θέαμα και τις ακτίνες του ηλίου που τον ζέσταιναν αναζωογονητικά. Θα άφηνε τον συνεταίρο να περιμένει, για να απολαύσει αυτή τη στιγμή.
«Βλέπεις! 0 έρωτας για τη ζωή πάντα υπερισχύει», είπε ο ξανθός.
Τώρα, ο μελαχρινός Αντέρωτας που εμπόδιζε πάντοτε το χάος των κατακλυσμών κι επέφερε τη φυσική ισορροπία, χάρισε στα νερά του Τίβερη έναν ελαφρύ κυματισμό. Τα δυο ουράνια αδέρφια, Έρως κι Αντέρως, κοιτάχτηκαν τώρα σε απόλυτη αρμονία και ισορροπία, έτσι ακριβώς όπως κυλούσαν τα γαλήνια νερά του Τίβερη.
Λες και για λίγο έγινε κι εκείνος ο Έρως, αυτός που πάντα θ’ αναζητά τον εαυτό του τη στιγμή που κομματιάζεται. Που θα θέλει τον εαυτό του ελεύθερο, με το ανάστημά του να ορθώνεται. Θα γίνεται ουράνιος, θεϊκός, αληθινός και η ζωογόνος, φλόγα της δημιουργίας που υψώνεται στις ουρανούς. Αυτή θα είναι η αιώνια πάλη στην καρδιά του ανθρώπου, η άσβεστη φλόγα της δημιουργίας που κρατά μια στιγμή ζωντανή στο φως του φλας της φωτογραφικής μηχανής.
«Εnzo Εnzo!», ακούστηκε πάλι η φωνή, τώρα όμως όχι από την τσέπη του σακακιού του, αλλά ακριβώς δίπλα του.
«Ήμαρτον, εσύ χασομεράς κι εγώ βγάζω όλη τη δουλειά στο δικηγορικό γραφείο!»
Ο ήλιος ήδη έδυε στο Κάστρο των Αγγέλων και το πορφυρό χρώμα του έδινε πνοή στα αγάλματα.
Ο Enzo περιορίστηκε στο να χαμογελάσει γαλήνια, για εκείνη τη στιγμή που ο χρόνος σταμάτησε. Που νίκησε ο έρως.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου