Σίγουρα, όποιος μελετήσει ιστορίες της ελληνικής μυθολογίας, ελάχιστες θα χαρακτηρίσει ως «λογικές», «συνηθισμένες» ή «βαρετές». Μυθολογία είναι αυτή εξάλλου, δεν απολογείται σε έννοιες όπως «λογική» ή «αλήθεια». Έχει τη δύναμη, ωστόσο, κάτι να πει μέσω επαναλαμβανόμενων μοτίβων κι ακραίων καταστάσεων που φέρνουν τον άνθρωπο στα όριά του, γι’αυτό κι έχει γίνει αντικείμενο ανθρωπολογικών και ψυχαναλυτικών ερμηνειών.
Μια πτυχή της ελληνικής μυθολογίας είναι ο τρόπος που λειτουργεί, υπάρχει και φέρεται ένα ζευγάρι. Ουρανός και Γη, Δίας και Ήρα, Θησέας κι Αριάδνη, Ιάσωνας και Μήδεια, Μενέλαος κι Ελένη, Αγαμέμνονας και Κλυταιμνήστρα, Άδραστος και Αλκμήνη, Οιδίποδας και Ιοκάστη, Απόλλωνας και Κασσάνδρα είναι μόνο μερικά ενδεικτικά παραδείγματα. Η ιστορία του κάθε ζευγαριού, έχει και κάποιο σημείο που μπορεί να θεωρηθεί αρρωστημένο, με αποκορύφωμα φυσικά την περίπτωση της αιμομικτικής σχέσης μεταξύ του γιου Οιδίποδα με τη μητέρα του Ιοκάστη, η οποία οδηγεί και στην απόκτηση παιδιών!
Ακολουθούν η σχέση του Ιάσονα με τη Μήδεια, η οποία φυσικά σημαδεύεται από τη στυγερή παιδοκτονία, και η συζυγοκτόνος Κλυταιμνήστρα που δ@λοφονεί τον Αγαμέμνονα ως εκδίκηση στην πράξη του να θυσιάσει την κόρη τους κι αφού έχει συνάψει παράνομη σχέση με τον ξάδελφό του, Αίγισθο. Ο Δίας είναι ο αιώνιος άπιστος και η Ήρα η παρεξηγημένη ζηλιάρα γυναίκα του, σε ένα πλαίσιο αυστηρά πατριαρχικό. Από την άλλη ο Δίας, ο πατέρας των θεών και ο Ουρανός, όπως και ο γιος του, ο Κρόνος, καταστρέφουν τη σχέση τους αφού στρέφονται εναντίον των παιδιών τους. Ο Θησέας, από την άλλη, εγκαταλείπει την Αριάδνη που με το τέχνασμά της τον έχει σώσει από τον Μινώταυρο, αλλά μετά βλέπεις και την Κασσάνδρα, που εκμεταλλεύτηκε τον έρωτα του Απόλλωνα για να κατακτήσει τη μαντική τέχνη. Και ποιος –φυσικά– θα ξεχάσει την Ελένη που προκάλεσε ολόκληρο πόλεμο –είτε άθελά της (εκδοχή Ευριπίδη), είτε τελείως ηθελημένα (εκδοχή Ομήρου)- για ένα καπρίτσιο της. Μια γυναίκα που ερωτεύτηκε κάποιον άλλον, εγκατέλειψε τον άντρα της κι έβαλε δύο λαούς να σφάζονται γι’ αυτήν. Και δίπλα της ο Μενέλαος, μια ζωή γοητευμένος κι εξαρτημένος από αυτή, τη δέχεται πίσω και τη συγχωρεί στην πρώτη της τελείως αβίαστη προσπάθεια να τον σαγηνεύσει.
Ένα πράγμα, λοιπόν, για το οποίο, δεν μπορείς με τίποτα να κατηγορήσεις την ελληνική μυθολογία, είναι η πολύ μεγάλη φαντασία με την οποία έχτισαν τα ζευγάρια των διάφορων ιστοριών. Κυρίως άπιστα άτομα, με πάθη που δεν μπορούν να χαλιναγωγήσουν. Εξαίρεση αποτελούν η Άλκηστη και ο Άδραστος που ξεχωρίζουν για την αυτοθυσία της πρώτης, η οποία δέχεται να πάει στη θέση του άντρα της στον Άδη· την ίδια στιγμή, όμως, μας ξενίζει η απραξία του συζύγου.
Υπάρχει, βέβαια, κι ένα ζευγάρι που ξεχωρίζει πραγματικά. Ξεχωρίζει, όχι για τον θυελλώδη έρωτά του αλλά για τις τόσο συγκινητικές εκδηλώσεις στοργής κι αγάπης μεταξύ τους, για την κοινή αγάπη τους προς το παιδί τους, τις κοινές ανησυχίες τους και τον τρόπο που διαχειρίζονται τα δύσκολα. Είναι το πιο υγιές ζευγάρι της ελληνικής μυθολογίας. Είναι ο Έκτορας και η Ανδρομάχη. Είναι ο πρίγκιπας της Τροίας και μια γυναίκα αριστοκρατικής καταγωγής. Ένα ζευγάρι που ο πόλεμος τους βρίσκει να έχουν γίνει πρόσφατα γονείς ενός αγοριού, του Αστυάνακτα.
Μία από τις πιο συγκινητικές στιγμές τους, μάλιστα, αποτυπώνεται στη ραψωδία Ζ της Ιλιάδας, στην οποία χωρίς να το ξέρουν αλλά πάντα υποψιασμένοι, συναντιούνται για τελευταία φορά πριν τον θάνατο του Έκτορα. Η ίδια, με το παιδί στην αγκαλιά, συνομιλεί με τον άντρα της που για λίγο μόνο έχει φύγει από το πεδίο της μάχης και βρίσκεται στην πόλη. Υπό τους ήχους του πολέμου, η Ανδρομάχη τον εκλιπαρεί να απέχει, γιατί αν πεθάνει, η ίδια θα μείνει χήρα και ο γιος τους ορφανός, βορά στις διαθέσεις των εχθρών (οι οποίοι, όντως, φέρθηκαν με τρομακτική αγριότητα στο βρέφος). «Έκτορα, για μένα είσαι και πατέρας και μητέρα, για μένα είσαι αδελφός, για μένα ανθηρός της κλίνης σύντροφός μου.», του εκφράζει, στην πιο αγνή και καθαρή αποτύπωση του έρωτα και της αγάπης.
Και ο Έκτορας από την άλλη: Την ακούει και πονάει που δεν μπορεί να υπακούσει στην επιθυμία της. Δεν μπορεί να απέχει από τη μάχη γιατί το καθήκον τον καλεί. Είναι ειλικρινής. Θέλει να μπει στη μάχη γιατί αν δεν μπει, θα ντρέπεται το βλέμμα του λαού του. Ναι, αυτό βαραίνει πιο πολύ από τις ανησυχίες της συζύγου του κι είναι ο δύσκολος δρόμος. Όλα, όμως, μπορεί να τα αντέξει, όπως λέει. Την πτώση της πόλης, τον θάνατο των αδελφών και των γονέων. Όλα εκτός από ένα. Την εικόνα που έχει πλάσει στο μυαλό του και δείχνει τη γυναίκα του, την πρώην βασίλισσα, να είναι σκλάβα, αιχμάλωτη και να υπηρετεί κάποια Ελληνίδα αρχόντισσα μετά την ήττα των Τρώων. Να είναι υποχρεωμένη να υφαίνει ξένα υφαντά, να κουβαλά νερό για μια άλλη γυναίκα κι επιπλέον να χλευάζεται για τον ξεπεσμό της, λέγοντάς της πως «μέσα σου θα ξαναζήσει ο πόνος του άντρα εκείνου που δε θα ζει για να σε ελευθερώσει». Το μυθολογικό μέλλον της Ανδρομάχης δικαίωσε τον Έκτορα. Πράγματι, οδηγήθηκε στην αιχμαλωσία, μισήθηκε αλλά αγαπήθηκε και πάλι από τον γιο του Αχιλλέα, Νεοπτόλεμο.
Αν το ζευγάρι αυτό είναι το πιο υγιές της ελληνικής μυθολογίας, είναι γιατί τα δύο μέλη του είναι τα πιο υγιή. Τόσο ο άντρας, όσο και η γυναίκα της ιστορίας, είναι άνθρωποι θετικοί, άνθρωποι υποστηρικτικοί, με κατανόηση. Είναι ένα ζευγάρι που αντιπροσωπεύει αυτό που φαίνεται να είναι το μυστικό της «επιτυχίας». Να βλέπεις το ταίρι σου ως το ένα και μοναδικό μέλος της ομάδας σου. Ο Έκτορας και η Ανδρομάχη λειτουργούν ως ομάδα, ως ένα. Η Ανδρομάχη δε διστάζει να του δώσει στρατηγικές συμβουλές, τις οποίες –ναι μεν– ο Έκτορας προσπερνά, τις ακούει όμως. Αυτός, από την άλλη, θέλει η τελευταία ανάμνηση που θα προσφέρει στη γυναίκα του να είναι ανάμνηση χαράς. Βγάζει την περικεφαλαία, παίζει με τον γιο τους και τής επισημαίνει πως το τέλος του δεν είναι ακόμα αποφασισμένο. Αγωνίζονται μαζί, λοιπόν, για έναν κοινό στόχο.
Αν τους βγάλεις από τα συγκεκριμένα συμφραζόμενα, είναι ένα ευτυχισμένο ζευγάρι που βρίσκονται μια τελευταία φορά ενώπιον μιας μεγάλης καταστροφής. Και μπροστά σε αυτή την καταστροφή, δείχνουν ψυχραιμία, λογική, κατανόηση αλλά από την άλλη, και τα συναισθήματά τους. Γιατί μπορεί να είναι η τελευταία φορά που το κάνουν και το γνωρίζουν. Έτσι, η Ανδρομάχη αποχαιρετά τον Έκτορα θρηνώντας τον, αν κι αυτός είναι ακόμη ζωντανός. Κι όταν, πια, στην τελευταία ραψωδία θα τον θρηνήσει κυριολεκτικά, πάνω από το άψυχο σώμα του, θα είναι σαν να έχει πεθάνει η ίδια.
Μπορεί, λοιπόν, η μυθολογία να μην έχει σώσει έναν θυελλώδη έρωτα μεταξύ των δύο. Μπορεί να μην έχει καταγράψει έναν δεκάχρονο πόλεμο που κίνησε ένας άντρας για μια γυναίκα. Ωστόσο, κατάφερε να χτίσει ένα ζευγάρι υγιές, ένα ζευγάρι που ενώθηκε από μια βαθιά και σταθερή αγάπη, ένα ζευγάρι που ναι μεν δηλώνει δεσμούς αλληλεξάρτησης, όμως μάλλον είναι αυτό που λέμε σήμερα για τις σχέσεις: ένα ζευγάρι που αποτελείται από δύο ολόκληρα κι όχι δύο μισά.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου