Σίγουρα όλοι μας κάποια στιγμή έχουμε ακούσει τη φράση «Ουδέν κακόν αμιγές καλού» που σημαίνει πως «δεν υπάρχει κακό που να μη γεννάει και κάποιο καλό». Σίγουρα, επίσης, όλοι μας κάποια στιγμή, όσο συνέβαινε αυτό το κακό –ό,τι κι αν ήταν για τον καθένα- αναρωτηθήκαμε πού στο καλό είναι αυτό το καλό που όλοι λένε. Μήπως όλα πάνε στραβά μόνο στη δική μας ζωή; Έχουμε κάποιον μαγνήτη που τραβά όλες τις αναποδιές, άραγε; Ή μήπως εμείς δεν μπορούμε να δούμε τα πράγματα αλλιώς;
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή κι ας φανταστούμε αυτό το σκηνικό: Δευτέρα πρωί, έξω βρέχει σαν να μην υπάρχει αύριο, το ξυπνητήρι έχει χτυπήσει τουλάχιστον δέκα φορές κι εσύ και τις δέκα, άλλαξες πλευρό. Σε μια στιγμή -καταλάθος μάλλον– ξυπνάς από τον ήχο της βροχής και συνειδητοποιείς πως επιλογή δεν έχεις, παρά να αργήσεις στη δουλειά. Ντύνεσαι μέσα σε πέντε λεπτά, ο καφές ή το τσάι στο χέρι (δεν έχουν πετύχει και πολύ) και περιμένεις να ετοιμαστεί το τοστάκι σου. Μέσα στο χαοτικό αυτό πρωινό, ξεχνιέσαι στις σκέψεις σου μέχρι που σε φέρνει στο τώρα η μυρωδιά του καμένου τοστ. Κάπου εκεί είναι που τα χάνεις, αφού μέσα σε όλα, μόνο αυτό έλειπε τώρα. Έτσι, λοιπόν, χάνεις κι άλλο χρόνο φτιάχνοντας ένα ακόμα, αφού το άλλο μόνο κάρβουνο που δεν έγινε.
Υπάρχει, όμως, μια θεωρία, το λεγόμενο “burnt toast theory”, όπου στην ουσία περιστρέφεται γύρω από την ιδέα πως αν κάψεις το τοστ σου, για παράδειγμα το πρωί πριν τη δουλειά, κι αφού αυτό σε κάνει να αργήσεις έξτρα 5-10 λεπτά, στ’ αλήθεια σε σώζει από κάτι. Βαθύτερα, αυτό που εννοεί η θεωρία αυτή είναι πως ο έξτρα χρόνος που θα ξοδέψεις, φτιάχνοντας ένα άλλο τοστ, ίσως σε έχει σώσει από ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο, ή ναι μεν σε έκανε να αργήσεις σε μια σημαντική συνάντηση που είχες, αλλά με αυτό σε έφερε ακριβώς στον χρόνο και στο μέρος που έπρεπε να βρίσκεσαι για να γνωρίσεις κάποιον που υπό άλλες συνθήκες δε θα γνώριζες ποτέ.
Εννοείται, στη θέση του τοστ μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο, φτάνει να κατανοήσουμε το νόημα πίσω από αυτό. Ένα άλλο παράδειγμα θα μπορούσε να είναι ο συνηθισμένος καφές που παίρνει κανείς από το αγαπημένο του μέρος. Πας λοιπόν να πάρεις τον καφέ σου, και με το που κάνεις την κίνηση, τον βλέπεις να πέφτει από τα χέρια του παιδιού που πήγε να σου τον σερβίρει. Ο χρόνος λοιπόν που σε έκανε να μείνεις παραπάνω περιμένοντας τον δεύτερο καφέ, ίσως σε έκανε να πιάσεις κουβέντα με έναν άνθρωπο που πάνε πια 5 χρόνια που είστε πλέον αχώριστοι.
Εάν το σκεφτούμε καλύτερα, μήπως όντως τα πράγματα είναι με το μέρος μας; Εννοώ, η θεωρία αυτή δεν μπορεί παρά να σε βάλει σε θέση να αναθεωρήσεις τη θέση σου στον κόσμο και την τύχη ή την ατυχία που νομίζεις πως σε δέρνει. Ας είμαστε ειλικρινείς: ο καθένας μας με ένα τέτοιο περιστατικό θα ξενέρωνε -ποιος θέλει να καεί το τοστ του- και ειδικότερα αφού προηγήθηκαν όλες οι υπόλοιπες αναποδιές. Σε πρώτη φάση σίγουρα θα βρίζαμε, θα χάναμε την ψυχραιμία μας, θα θέλαμε τέλος πάντων απλώς να τα παρατήσουμε, αφήνοντας και το τοστ να πάρει φωτιά και μαζί με αυτό το σπίτι όλο.
Σε δεύτερη φάση όμως, ίσως εάν παίρναμε μια απόσταση, να βλέπαμε πως πράγματι, κάθε κακό είναι για καλό. Ναι, δε θα μάθουμε ποτέ από πόσα γλιτώσαμε επειδή κάηκε το τοστ μας, επειδή δεν ξεκινούσε το αυτοκίνητο ή επειδή δε βρίσκαμε τα κλειδιά μας για να φύγουμε από το σπίτι. Αλλά η μαγεία δεν κρύβεται ακριβώς σε αυτό; Στο να μπορείς να τη δεις δηλαδή, στο να πιστεύεις σε αυτή, ακόμη κι όταν όλα πάνε λάθος; Βλέπεις, το καλό απλώς συμβαίνει.
Το “burnt toast theory” λοιπόν, μια τόσο απλή αλλά συνάμα τόσο ισχυρή θεωρία που πραγματικά σε κάνει να δεις το καλό, να εστιάσεις σε αυτό, βλέποντας έτσι την αλλαγή που επιφέρει στη ζωή σου. Άλλωστε, αυτό είναι πάντα εκεί, αρκεί να θέλουμε και να μπορούμε να το δούμε. Κάποιοι θα το πουν κλισέ και μπορεί όντως να είναι, αλλά η ζωή είναι πολύ μικρή για να αφήνουμε να χαλάει η μέρα μας για πραγματάκια που διορθώνονται μέσα στα επόμενα 10 λεπτά και που ταυτόχρονα, μας φέρνουν κοντά σε κάτι άλλο, που εμείς εκείνη τη στιγμή δεν το ξέρουμε. Κάτι είπαμε πριν για τη βροχή: «Έβρεχε λες και δεν υπάρχει αύριο.» Πού ξέρεις, μπορεί και να μην υπάρχει.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου