Ξέρεις, κάποτε το έκανα συχνά αυτό. Περνούσα ώρες καθισμένη αναπαυτικά μπροστά από λευκές οθόνες, που λίγο-λίγο μαύριζαν από κουκκίδες γεμάτες άβολες αλήθειες. Αλήθειες που απευθύνονταν πότε σ’ έναν φανταστικό αναγνώστη, πότε σε έναν συγκεκριμένο παραλήπτη ή –πιο συχνά– στον εαυτό μου. Σ’ αυτόν, εξάλλου, δε λέμε τα περισσότερα ψέματα; Σ’ αυτόν αποκρύπτουμε περίτεχνα την πραγματικότητα. Προσποιούμαστε τους χαλαρούς, που τα ‘χουν όλα λυμένα. Αν δεν το κοιτάξεις, δεν είναι εκεί. Αν δεν το σκεφτείς, θα ‘ναι σαν να μην υπάρχει.
Κάποτε, ξέρεις, πίστευα σε ανθρώπους και ρομάντζα, σε ειλικρινή συναισθήματα και υγιή συντροφικότητα. Αρνιόμουν πεισματικά να (παρα)δεχθώ πως όλοι κοιτάνε την πάρτη τους, πως δεν αξίζει να επενδύσεις τον χρόνο και τον χώρο σου σ’ όλους αυτούς που στο τέλος θα αποδειχθούν περαστικοί. Δεν τα έβλεπα όλα σε παλ αποχρώσεις ούτε πίστευα σε «για πάντα» και ιδανικά ταιριάσματα. Μου αρκούσε, όμως, το «για όσο» που είναι επιλογή, επιλογή που ανανεώνεται κάθε μέρα.
Κι ύστερα έφαγα τα μούτρα μου ξανά και ξανά. Όχι τίποτα γρατζουνιές επιφανειακές, όπως τότε που πέφταμε απ’ την τραμπάλα και γκρεμιζόταν ο κόσμος μας. Πληγές βαθιές, επώδυνες, χαραγμένες από χέρια οικεία, ασφαλή, ίσως κι αγαπημένα. Κι ήρθαν οι απορρίψεις κι οι απογοητεύσεις, κάτι μεμψίμοιρα «γιατί σε ‘μένα;» και πριν το καταλάβω, φόρεσα την ατσάλινη πανοπλία μου και σαν άλλος Ρωμαίος στρατιώτης περιέφερα σαν τρόπαιο την έλλειψηπροσεγγισιμότητας.
Είναι σπουδαίο το να μην έχεις την ανάγκη να ετεροπροσδιοριστείς, να μπορείς να περνάς χρόνο με την αφεντιά σου κι όχι απλώς να σ’ ανέχεσαι, αλλά να απολαμβάνεις τις στιγμές αυτές, να κάνεις ειρήνη με το μέσα σου, να σου διαβάζεις βιβλία, να σε βγάζεις βόλτες, να σου θυμίζεις να πίνεις πολύ νερό. Σπουδαίο μέχρι που κάποια στιγμή αρχίζει να γίνεται επικίνδυνο, γιατί καλή η μοναχικότητα και η αυτοφροντίδα, σημαντική η αυτονομία σου, εξαιρετικοί και οι φίλοι –όσο τους επιτρέπεις να στέκονται δίπλα σου– μα η ζωή θέλει μοίρασμα κι εσύ έχεις αναπτύξει μια τέτοια δυσκαμψία που και να θέλεις δεν ξέρεις αν πια μπορείς ν’ ανοίξεις μια χαραμάδα.
Έχεις κλείσει τους δρόμους, έχεις κατεβάσει τα ρολά και τους διακόπτες και κατοικείς στα ήσυχα κι άνευρα σκοτάδια σου. Τον πρώτο καιρό δεν ήξερες ακριβώς τι έκανες, έμοιαζε να κρυβόσουν, μέχρι που ξεκίνησες να το ευχαριστιέσαι αυτό το κρυφτό∙ παράσημο το ήσυχο κεφαλάκι σου, τα τραγούδια που δε μιλούσαν για κανέναν, το κινητό που ‘το χες κυρίως για να βλέπεις βίντεο και να γελάς, όχι για «διαβάστηκε» και δράματα σαπουνόπερας που σου αφηγούνται οι φίλοι. Μόνιμη συμβουλή σου; «Χώρισε!». Κι όχι, ούτε σταγόνα ζήλιας ή κακίας σ’ αυτή σου τη μόνη λέξη, αυτό πίστευες πως ήταν το καλύτερο, αυτό άλλωστε ακολουθείς κι εσύ.
Κι οι λεπτοδείκτες γυρνούσαν, τα ημερολόγια ξεφυλλίζονταν κι οι χρονιές άλλαζαν. Αντίστροφη μέτρηση, σαμπάνιες, κομφετί και κανείς εκεί για να φιλήσεις. Χλιαρά, τελικά, τα ποτά και τα ξενύχτια αν δεν έχεις κάπου να αφιερώσεις τα εποχικά σουξέ κάποιας καψούρας, που έχεις χρόνια να ζήσεις κι έχεις κάπως ξεχάσει πώς είναι. Σκέφτεσαι μήπως ν’ άνοιγες λίγο τα παντζούρια, μήπως να έβαζες ένα “welcome” στην πόρτα κι ας το πατήσουν οι άλλοι μπαίνοντας, μήπως να πέταγες κι αυτήν την πανοπλία; Πολύ βαριά και κρύα. Δεν αντέχεται για τόσο πολύ καιρό.
Μακάρι, όμως, να ‘ταν τόσο εύκολο. Συνήθισες κι άντε να λυθείς απ’ αυτόν τον κόμπο. Ίσως και να θες πάλι κάποιον δίπλα σου, όχι, όμως, όποιον να ‘ναι, όχι κάνοντας ακραίες υποχωρήσεις. Εξαιρετικές οι εκπτώσεις για να αγοράσεις εκείνο το πανωφόρι που είχες βάλει μήνες τώρα στο μάτι, τραγικές αν αφορούν επιθυμίες κι όρια. Κι ενώ ξέρεις τι θέλεις κι ακόμα ακριβέστερα τι δε θέλεις και τι δεν ανέχεσαι, σκάνε εκεί στη φάση της ευαλωτότητάς σου κάτι μούρες γνώριμες απ’ τα παλιά.
Η παγίδα με τους ανθρώπους απ’ το παρελθόν είναι πως έχουν στα χέρια τους την κάτοψή σου, έχουν δει αναλυτικά τα σχέδια, ξέρουν τις κρυφές εισόδους και έτσι, όσο καλά κι αν θαρρείς πως έχεις κλειδώσει στα κεντρικά, εκείνοι βρίσκουν πάντα τρόπο να μπουν, διακριτικά, αθόρυβα, ανεπαίσθητα, σαν να ήταν πάντα εκεί, σαν να μην έφυγαν ποτέ. Κι εκεί που ορκιζόσουν πως δε θα έκανες ξανά τα ίδια λάθη, απορείς και γελάς με τα μούτρα σου που έκανες τόσο δρόμο για να επιστρέψεις σε ένα φθαρμένο αδιέξοδο. Σιγά, μικρό το κακό. Θα φορέσεις ξανά την αρματωσιά σου και θα υποκριθείς πως δε συνέβη ποτέ. Η μaλακία, όμως, είναι πως όσα στρώματα πάγου κι αν έχεις χτίσει, όσο κι αν σ’ έχεις προφυλάξει, αρκεί μονάχα μία καυτή σταγόνα για να στην κάνει τη ζημιά, για να λιώσει έστω κάτι, για να ανοίξει μία απειροελάχιστη τρυπούλα, που θα προδώσει το κενό.
Κι ίσως το πρόσωπο να μην έχει καμία σχέση μ’ όλα αυτά. Το γνωρίζεις πως το πιο πιθανό είναι πως αυτό αποτελεί μονάχα την αφορμή και παίζεις παιχνίδια μεταξύ λογικής και συναισθηματισμού. «Παραλίγο να την πατήσω» μουρμουράς ενώ ξέρεις πως είναι ήδη αργά, αλλά ίσως και κάπου μέσα σου να καμαρώνεις που δεν έμοιασες σ’ αυτό που έτρεμες πάντα, που ακόμη μπορείς και νιώθεις! Εξάλλου, κανείς δεν πέθανε επειδή άφησε το παράθυρο ανοιχτό και κανείς ποτέ δεν κινδύνεψε πραγματικά απ’ αυτούς που δεν ξέρουν τι θέλουν, αφού σίγουρα δε θα το βρουν εδώ. Ίσως, η ήττα σου αυτή να ‘ταν η μεγαλύτερή σου νίκη.
«Τι λες; Πάμε για ένα ποτό τώρα που τα τραγούδια έχουν και πάλι μάτια;»
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου