Έχετε φανταστεί ποτέ πως θα μπορούσατε να δημιουργήσετε τον τέλειο άνθρωπο για εσάς; Εκείνον που θα ήταν τόσο άρτιος και αρμονικός, ονειρικά πλασμένο σαν να σμιλεύτηκε κυριολεκτικά για εσάς σύμφωνα με όσα εσείς θεωρείτε υπέροχα σε ένα άτομο. Το σώμα και το πρόσωπο του να είχαν ξεπηδήσει από εκείνα το όνειρα που δε θέλατε να ξυπνήσετε και να επιθυμείτε να ζήσετε λίγο παραπάνω. Ένα τέτοιο όνειρο είχε μάλλον και ο Πυγμαλίων όπου κατάφερε να πλάσει ο ίδιος την ιδανική για εκείνον γυναίκα, τη Γαλάτεια. Αλλά διαβάζοντας την ιστορία τους ίσως αναρωτηθούμε εάν πρόκειται για μια ρομαντική αφήγηση ή μας μιλάει για την ανθρώπινη ματαιοδοξία.
Ο Πυγμαλίων, σύμφωνα με μια εκδοχή, ήταν βασιλιάς της Κύπρου και δεινός γλύπτης απ’ ότι λένε και στην πορεία της δημιουργίας ενός αγάλματος ερωτεύτηκε τη μορφή της γυναίκας που ο ίδιος δημιουργούσε. Απελπισμένος που η αγαπημένη του ήταν φυλακισμένη μέσα στο λευκό μάρμαρο ζήτησε απ’ τη θεά Αφροδίτη κατά τη διάρκεια μιας γιορτής να την κάνει ζωντανή.
Όταν επέστρεψε στο παλάτι βρήκε πως πράγματι η Γαλάτεια -η οποία ονομάστηκε έτσι εξαιτίας του υλικού από το οποίο είχε δημιουργηθεί και σημαίνει «άσπρη σαν το γάλα»- ήταν ένας κανονικός άνθρωπος. Μ’αυτόν τον τρόπο μπόρεσε επιτέλους να παντρευτεί την αγαπημένη του και μαζί έκαναν μια κόρη την Πάφο ή Μεθάρμη.
Ο Οβίδιος επίσης είχε γράψει κι εκείνος για τον Πυγμαλίων πως ήταν ένας επιφανής γλύπτης ο οποίος ζούσε την Αμαθούντα και ήταν απογοητευμένος απ’ όσες γυναίκες βρίσκονταν κοντά του. Γι’ αυτόν τον λόγο αποφάσισε να δημιουργήσει ο ίδιος ένα άγαλμα και άρχισε να του συμπεριφέρεται σαν να ήταν η αγαπημένη του.
Της μιλούσε, της πήγαινε δώρα, άρχισε να την ντύνει μ’ ακριβά φορέματα κι όπως συνέβη και στην προηγούμενη ιστορία παρακάλεσε τη θεά του έρωτα να μεταμορφώσει το άγαλμα σε πραγματικό άνθρωπο και το έκανε. Απ’ την ένωση τους προέκυψε σύμφωνα με τη μυθολογία ο Κινύρας όπου αργότερα ο γιος του Πάφος ίδρυσε την πόλη της Πάφου στην Κύπρο.
Κάποιοι άλλοι ισχυρίζονται πως πράγματι ο Πυγμαλίων ήταν ένας απ’ τους πιο φιλόδοξους γλύπτες κι ένα βράδυ εμφανίστηκε στο όνειρό του η Αφροδίτη -ή τουλάχιστον έτσι πίστεψε- λέγοντας του να δημιουργήσει ένα άγαλμα αντάξιο της ομορφιάς της. Την επόμενη μέρα καταφθάνοντας στο εργαστήριο του βλέπει ένα κομμάτι μάρμαρο όπως ακριβώς το είχε οραματιστεί και ξεκίνησε να το σμιλεύει.
Τη νύχτα όμως πριν να το παρουσιάσει στην πόλη για να δουν όλη την ομορφιά της δημιουργίας του η θεά Αφροδίτη εμφανίζεται μπροστά του και φανερά ικανοποιημένη με το αποτέλεσμα για να τον συγχαρεί του δίνει τη δυνατότητα να της ζητήσει ό,τι επιθυμεί. Εκείνη φυσικά πραγματοποιεί την επιθυμία του κι όταν της δίνει το χέρι του για να κατέβει απ’ το βάθρο που την είχε τοποθετήσει και δηλώνει την αγάπη του για εκείνη, η Γαλάτεια απαντάει πως: «Εσύ ξέρεις πολύ καλά τι σκέφτομαι και πως είμαι. Ειλικρινά πιστεύεις ότι κάποια σαν και εμένα θα μπορούσε να συμβιβαστεί με κάποιον σαν και εσένα;» γκρεμίζοντας τις ελπίδες του γλύπτη.
Η Γαλάτεια όμως δε θα παραμείνει στην ιστορία μονάχα ως ένα άγαλμα, ο Γκαίτε αργότερα θα ονομάσει αυτή τη μορφή Ελίζα και κάθε ποιητής, γλύπτης, συγγραφέας, μουσικός έκτοτε θα έχει στο μυαλό του μια μούσα όπου θα επικαλείται για την έμπνευση του, σε τέτοιο βαθμό όπου θα πιστεύαμε πως είναι ερωτευμένοι μονάχα με εκείνη.
Η τέχνη κατά αυτόν τον τρόπο μπορούμε να πούμε πως αντικαθιστά την πραγματικότητα κι ο δημιουργός ερωτεύεται τον ίδιο του τον εαυτό, χωρίς να θεωρεί πως αυτό που έχει φτιάξει είναι αυτόνομο; Τίθεται επίσης το ζήτημα σε ποιον ανήκει πλέον αυτό το δημιούργημα; Στον καλλιτέχνη, στον κόσμο ή ανήκει στον εαυτό του;
Ίσως, υπάρχουν τόσα κρυφά ή σκισμένα κείμενα, σπασμένα αγάλματα, μελωδίες που δε θ’ ακούσουμε ποτέ, στίχοι που δε διαβάστηκαν, έργα που δεν ανέβηκαν ποτέ στη σκηνή, τόσα δημιουργήματα που η ματαιοδοξία κι ο εγωισμός του καλλιτέχνη δεν τού επέτρεψε να τα δώσει στον κόσμο. Κι αυτό θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι μια μορφή έρωτα, μια ένδειξη κτητικότητας προς εκείνα, σαν να μη θέλει να τα μοιραστεί με κανέναν μήπως και τα αγαπήσουν περισσότερο από ότι εκείνος οπότε τα κρατάει για τον εαυτό του.
Κι όμως, κάποιες φορές, όπως σε μια εκδοχή της αφήγησης, η τέχνη απαρνείται τον ίδιο τον καλλιτέχνη και πορεύεται μόνη της, όπως ένα παιδί που γεννάται από τη μητέρα του δε γίνεται να μείνει για πάντα στην αγκαλιά της αλλά ν’ αυτονομηθεί. Με παρόμοιο τρόπο κι ο δημιουργός μιας μορφής τέχνης οφείλει ν’ αφήσει τα προσωπικά του πάθη και να δώσει ένα μέρος την ψυχής του στον κόσμο;
Πιθανότατα όμως σκέφτεται πως αυτό το μοίρασμα μπορεί ν’ αποβεί μοιραίο, να βανδαλίσουν ή να καταστρέψουν ένα έργο τέχνης που δε θα ανήκει πλέον σε εκείνον αλλά σε όλους. Κι όμως, «δεν υπάρχει τίποτα πιο καλλιτεχνικό από το να αγαπάς κάποιον» αλλά ίσως οι καλλιτέχνες να «αναγκάζονται» να επιλέξουν ποιον θα αγαπήσουν περισσότερο: τον εαυτό τους, το δημιούργημα τους ή τον κόσμο;
Επιμέλεια κειμένου: Ανδρέας Πετρόπουλος