Στο χώρο του πολιτισμού υπάρχουν πολλές γυναικείες προσωπικότητες που συνέβαλαν στην εξέλιξη και την ανάπτυξη της τέχνης. Η Käthe Kollwitz είναι μια εμβληματική προσωπικότητα που άλλαξε την προοπτική της τέχνης του 19ου και 20ου αιώνα. Τα έργα της, σκοτεινά και μαγνητικά, αποτυπώνουν με μοναδικό τρόπο τις κοινωνικές αδικίες της εποχής της ενώ καταγγέλλουν τη φρικαλεότητα του πολέμου.
Η Käthe Kollwitz ήταν Γερμανίδα στην καταγωγή, χαράκτρια, γλύπτρια, σχεδιάστρια και λιθογράφος. Γεννήθηκε στις 8 Ιουλίου του 1867 στο Καίνιξμπεργκ που τότε άνηκε στην Πρωσία. Η οικογένειά της άνηκε στη μεσαία κοινωνικά κι οικονομικά τάξη. Η επαφή της με την τέχνη ξεκίνησε με μαθήματα σχεδίου κοντά στο σπίτι της, ενώ έπειτα σπούδασε ζωγραφική στο Βερολίνο και το Μόναχο.
Το 1891 παντρεύτηκε τον γιατρό Καρλ Κόλβιτς με τον οποίο απέκτησε δύο γιους. Η καλλιτέχνης ήρθε σε επαφή με τους κατατρεγμένους και κοινωνικά αποκλεισμένους, για πρώτη φορά, στο ιατρείο του άντρα της. Τις ιστορίες και το αίσθημα πόνου που ένιωσε, θέλησε να τα αποτυπώσει ρεαλιστικά στα έργα της χωρίς μελοδραματισμούς και σάλτσες. Έτσι, το 1895 υπήρξε η πρώτη συμμετοχή της σε έκθεση και τα επόμενα τρία χρόνια βρέθηκε να δημιουργεί το πρώτο σημαντικό έργο της το κύκλο «Η εξέγερση των Υφαντουργών», εμπνεόμενη από το σχετικό έργο του συγγραφέα Γκέρχαρντ Χάουπτμαν.
Τα έργα της χαρακτηρίζονται από το αίσθημα χρέους κι αφοσίωσης στα ιδεώδη της για κοινωνική δικαιοσύνη. Η ίδια, έδινε περισσότερη σημασία στη γραμμή παρά στο χρώμα, αφού η χαρακτική του έργου είχε την προσοχή της παρά η ζωγραφική. Το 1898 έγινε μέλος του καλλιτεχνικού ρεύματος “Secession” στο Βερολίνο, ενώ άρχισε να διδάσκει σε μια γυναικεία καλλιτεχνική σχολή της πόλης.
Το 1899 της απονεμήθηκε το μικρό χρυσό μετάλλιο στη Γερμανική Έκθεση της Δρέσδης. Αξίζει να αναφέρουμε ότι την προηγούμενη χρόνια είχαν αρνηθεί την υποψηφιότητά της για το βραβείο για πολιτικούς λόγους, ως προς το περιεχόμενο των έργων της. Έως το 1908, είχε ολοκληρώσει τον δεύτερο κύκλο έργων της με τίτλο «Ο πόλεμος των Χωρικών» και βραβεύτηκε ξανά.
Πολλές φορές βρέθηκε αντιμέτωπη με το καθεστώς αλλά η δίκη της εσωτερική πάλη για κοινωνική δικαιοσύνη. Το 1906 αποσύρθηκε από παντού η αφίσα που είχε σχεδιάσει για να διαφημίσει τη Γερμανική Έκθεση Οικοτεχνίας. Η εντολή είχε δοθεί από την ίδια την Αυτοκράτειρα Αυγούστα στην οποία δεν άρεσε η εικόνα της καταπονημένης γυναίκας.
Στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο έχασε τον μικρότερο γιο της Πίτερ και ξεκίνησε να εργάζεται πάνω στο«Ζευγάρι γονιών που πενθεί» που ολοκληρώθηκε το 1932. Το γλυπτό αφιερώθηκε στον γιο της και βρίσκεται στο στρατιωτικό νεκροταφείο Βλάντσλο στη Φλάνδρα του Βελγίου. Μετά τον θάνατο του γιου της, βυθίστηκε σε παρατεταμένη κατάθλιψη.
Μετά την τραγική εμπειρία της με το πόλεμο ήρθε κοντά με το φιλειρηνικό κίνημα και της σοσιαλιστικές ιδέες. Το 1919 μετά τη δολοφονία του Καρλ Λιμπκνεχτ, άρχισε να δουλεύει μια σειρά λιθογραφιών στη μνήμη του. Στην κριτική που της ασκήθηκε για τη σειρά λιθογραφιών, ότι κάνει πολιτική απάντησε «ως γυναίκα και ως καλλιτέχνης έχω το δικαίωμα να δείξω τον αποχαιρετισμό των εργατών προς τον Λίμπκνεχτ, και να τον αφιερώσω στους εργάτες, χωρίς ταυτόχρονων να ακολουθώ πολιτικά τον Λίμπκνεχτ».
Συμμετείχε επίσης στην αφίσα και στην εκστρατεία του ΚΚΓ για τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων.Υπήρξε η πρώτη γυναίκα που εξελέγη στην Πρώσικη Ακαδημία Τεχνών το 1919, την οποία θέση αναγκάστηκε να αφήσει όταν οι ναζί ανέλαβαν την εξουσία, ενώ εκδιώχθηκε και από τη διδακτική της θέση στην ακαδημία. Επί ναζί, της απαγορεύτηκε έμμεσα να κάνει εκθέσεις, αφού απομάκρυναν όλα τα έργα της από την έκθεση της Ακαδημίας τεχνών κι από αλλά σημεία της πρωτεύουσας.
Το 1935 ολοκλήρωσε τον τελευταίο κύκλο της με μια συλλογή λιθογραφιών με τίτλο «Περί θανάτου». Το 1940 έχασε τον άντρα της και 1942 τον εγγονό της στο Ανατολικό Μέτωπο. Τα επόμενα χρόνια φιλοξενήθηκε σε σπίτια από το Νορντχάουζεν ως το Μόριτσμπουργκ κοντά στη Δρέσδη. Στο μεσοδιάστημα το σπίτι της στο Βερολίνο βομβαρδίστηκε και χάθηκε ένα μεγάλο τμήμα του έργου της.
Η ίδια πέθανε λίγο πριν το τέλος του Β’ Παγκόσμιου πολέμου το 1945, ενώ οι στάχτες της έμειναν στο Βερολίνο. Η Κέτε Κόλβιτς ακόμη και μετά το χαμό του γιου της, δεν παρουσίασε πανικό στα έργα της, ούτε τον θάνατο ως εμμονή ιδέα. Τα έργα της αποτύπωναν την ανθρώπινη κατάσταση που υπήρχε γύρω της. Η ίδια υπέφερε όλη της τη ζωή από άγχος ενώ πρόσφατες έρευνες υποδηλώσαν ότι είχε μια πάθηση που ονομάζεται «σύνδρομο της Αλίκης στη χώρα των Θαυμάτων» με σύμπτωμα τις παραισθήσεις και τις ημικρανίες.
Έχασε τον γιο της, κυνηγήθηκε από την Γκεστάπο, βομβάρδισαν το σπίτι της και ήρθε σε σύγκρουση πολλές φορές με την εξουσία· η Käthe Kollwitz ήταν μια γυναίκα σύμβολο που ανεξάρτητα από κομματική και πολιτική ιδεολογία, στήριζε τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ειρήνη ενάντια στον πόλεμο. Η μνήμη της τιμήθηκε μετά το θάνατό της, εκδόθηκαν γραμματόσημα στη μνήμη της, δρόμοι, ακόμη και ο αστεροειδής 8827 πήρε το όνομά της. Τα έργα της εκτίθενται στο ΜΟΜΑ και η ιστορία της πέρασε στην αιωνιότητα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου