Όταν τρία χρόνια πριν ακούγαμε τον συνδικαλιστή της ΕΛ.ΑΣ, Σταύρο Μπαλάσκα να εκφράζει τον οίκτο του απέναντι στον γυναικοκτόνο Μπάμπη Αναγνωστόπουλο, ο οποίος «αφελώς πράττοντας δεν προφύλαξε τον εαυτό του και δεν πήρε όλα τα μέτρα ώστε να εξασφαλίσει τη μικρότερη δυνατή ποινή για το έγκλημά του», θεωρήσαμε πως φτάσαμε πια στον πάτο του βαρελιού και πως δώσαμε τη χαριστική βολή στην αξία της ανθρώπινης ζωής, αλλά και στη λογική σκέψη και ενσυναίσθηση.
Κι όμως! Αφού περάσαμε πολλές κόκκινες γραμμές, να άλλη μία δήλωση που διατυπώθηκε με παρρησία τόλμη, θάρρος και τρομερή διάθεση ανάλυσης και τεκμηρίωσης από τον Μανώλη Σφακιανάκη, πρώην προϊστάμενο της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της Ελληνικής Αστυνομίας. Αναφορικά με τη γυναικοκτονία της Κυριακής Γρίβα στους Αγίους Αναργύρους, έγινε η εξής τοποθέτηση από αυτόν: «Το έγκλημα, σύμφωνα με τις πληροφορίες μου, το ώθησε η κοινωνική δικτύωση. Η κοπέλα ήταν χαρούμενη, ευτυχισμένη, το έβγαζε προς τα έξω, αυτός ήταν τρελός, ήταν stalker (στόλκερ). Εάν αυτά που λένε τα έχει γράψει, δυστυχώς έβγαζε προς τα έξω αυτό που ένιωθε. Τη γαλήνη. Η γαλήνη όμως αυτή, κάποιους ενοχλούσε. Όλα ήταν μηνύματα προς αυτόν. Ο τρόπος της δολ@φονίας δείχνει πως και 100 άτομα να υπήρχαν στο αστυνομικό τμήμα, αυτός θα την εκτελούσε. Τέλος. Το έγκλημα ήταν για μένα αναπόφευκτο».
Το σημείο, δε, που είναι το πιο εξοργιστικό από όλα ήταν η φράση «Έχετε δει τι έγραφε στα social media;» σε συνδυασμό με τις εκφράσεις και τη γλώσσα του σώματος του Σφακιανάκη να βγάζουν προς τα έξω όλη την απόγνωσή του για τη συμπεριφορά που «τόλμησε» να επιδείξει η άτυχη γυναίκα και να προκαλέσει την τύχη της.
Οι δηλώσεις αυτές έτυχαν άμεσης κατακραυγής από τον διαδικτυακό κόσμο, κατακρίθηκαν, χλευάστηκαν και στοχοποιήθηκαν όπως ήταν λογικό να γίνει. Το καλό της δημοκρατίας είναι ότι όντως μπορεί ο καθένας να εκφράζει την άποψή του, αλλά το ίδιο ελεύθερα μπορεί και οποιοσδήποτε να την κρίνει, να την ενστερνιστεί ή να την καταδικάσει. Καλώς ή κακώς, εξάλλου, -μάλλον κακώς- ο μέσος Έλληνας πολίτης έτσι τα μαθαίνει όλα πλέον. Όχι από την πρωτογενή πηγή αλλά από τον αντίκτυπο της είδησης, είτε καλός είναι αυτός, είτε κακός. Κι ίσως και οι περισσότεροι που παρακολούθησαν ζωντανά τις δηλώσεις δεν είχαν την ετοιμότητα να τις απορρίψουν και μπήκαν στην ουσία των λόγων του συγκεκριμένου κυρίου επειδή είδαν μια ήδη διατυπωμένη κριτική στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αλλά δεν πειράζει. Κι αυτό είναι ένα βήμα.
Το απαράδεκτο με τις συγκεκριμένες δηλώσεις είναι ότι ενεργοποιεί μια σειρά από τις παρακάτω σκέψεις που δυστυχώς είναι βαθιά ριζωμένες στην κοινωνία μας κι αναπαράγουν αν όχι πάντα έγκλημα, συχνότατα όμως κακοποιητικές συμπεριφορές.
Τι προκάλεσαν, λοιπόν, οι δηλώσεις Σφακιανάκη;
-Έκαναν αυτό που κανένα δικαστήριο δε θα έκανε στη συγκεκριμένη υπόθεση: Έδωσαν ελαφρυντικό στον δράστη. Πιο απλά: Ήταν που ήταν «ψυχασθενής ο δράστης», τον «τσίγκλησε» το θύμα με την εικόνα που έβγαζε προς τα έξω, ε πόσο να αντέξει ένας άνθρωπος;
-Εκλογικεύουν το κίνητρο του δράστη. Γαλήνη, νέος έρωτας, χαμόγελα, ευτυχία. Είναι δυνατόν ένας πρώην όλα αυτά να τα βλέπει και να μην αντιδρά; Ένα έλεος ρε κοπέλα μου. Από θύμα, η Κυριακή γίνεται θύτης γιατί ό,τι ανέβαζε «ήταν ένα μήνυμα προς αυτόν.» Γίνεται το υποκείμενο της δράσης κι αυτή που τα προκάλεσε όλα. Βέβαια, αυτά δεν τα ακούμε πρώτη φορά. Και η γυναίκα που βιaζεται προφανώς προκαλεί με το ντύσιμό της, και η γυναίκα που ξυλοφορτώνεται προφανώς προκαλεί με τη συμπεριφορά της.
-Στοχοποιούν το θύμα και μετά τον θάνατό του και κατ’ επέκταση μας βάζουν σε μια διαδικασία να σκεφτόμαστε και να υπεραναλύουμε πλέον και όλα εκείνα που μπορεί να αναρτούμε. Που μπορεί να κυμαίνονται όντως από τη διάθεσή μας να στείλουμε ένα μήνυμα στον αποδέκτη μέχρι απλά μια τελείως κενή περιεχομένου ανάρτηση που κάναμε επειδή απλά βαριόμασταν. Η φράση «Έχετε δει τι έγραφε;» ακούγεται σαν ένα δριμύ κατηγορώ, ένα ανάθεμα σε έναν άνθρωπο επειδή (!) δε σκέφτηκε ποτέ ότι το διαδικτυακό προφίλ της θα προκαλούσε τον θάνατό της!
-Νομιμοποιούν κι αναπαράγουν το σκεπτικό που τα τελευταία χρόνια έχει ανεβάσει κατακόρυφα τις γυναικοκτονίες στα ύψη. Νομιμοποιεί τη σκέψη ότι ο δράστης πράττει τον φ@νο εν βρασμώ ψυχής, από ζήλια, από πάθος, από αρρωστημένη αγάπη κι από συναισθήματα που διέγειραν επιπλέον τον διαταραγμένο ψυχισμό του. Η μεγαλύτερη παγίδα: Ο άνθρωπος πέραν των περιπτώσεων, όπου υπάρχει ιατρική διάγνωση σοβαρών ψυχικών νόσων σκοτwνει με απόλυτη επίγνωση του τι διαπράττει. Όλοι αγαπάνε, όλοι χωρίζουν, όλοι ζηλεύουν. Δε χτυπάνε όμως όλοι. Δε σκοτwνουν όλοι. Αυτά τα κάνουν όσοι και όσες είναι καλά στη συνείδησή τους με το να βλάψουν τον άλλον. Και για να μη μιλάμε μόνο για γυναικοκτονίες και για δράστες άντρες: Πολλές μητέρες έχουν πληγωθεί, έχουν εγκαταλειφθεί, έχουν προδοθεί, αλλά δεν έχουν σκοτwσει όλες τα παιδιά τους (βλ. Πισπιρίγκου). Η πρόθεση, λοιπόν, για το έγκλημα, υπάρχει και γίνεται πράξη συνειδητοποιημένα και μελετημένα.
-Και τελικά οι δηλώσεις αυτές κάνουν κάτι που δυστυχώς αφορά μόνο τις γυναίκες, γι’ αυτό εδώ μπαίνει και ο παράγοντας του φύλου πιο έντονα στο παιχνίδι. Η γυναίκα, το 2024, πρέπει να σκεφτεί πώς θα ντυθεί, πώς θα φερθεί, πώς θα κινηθεί και επιπλέον και τι θα ανεβάσει στα social media. Γιατί αν δεν προσέξει, μπορεί κάποιος να την περιμένει με @πλο, και να είναι και δικαιολογημένος γιατί «είδατε τι ανέβαζε στα social;».
Το ευχάριστο μέσα σε όλα αυτά είναι η άμεση αντίδραση και των επίσημων φορέων της πολιτείας. Ανεξαρτήτως της πίεσης που δέχτηκαν από την κοινή γνώμη, είναι απόλυτα θετικό να βγαίνει προς τα έξω η εικόνα ότι πλέον δεν μπορεί ο καθένας να λέει ό,τι θέλει. Ή μάλλον, μπορεί αλλά θα υφίσταται τις συνέπειες των πράξεών του.
Ο Νίκος Χαρδαλιάς διέγραψε τον Μανώλη Σφακιανάκη από την παράταξη “Αττική Μπροστά” με τις εξής δηλώσεις: «Το δικαίωμα στην κοινωνικότητα και στην ελεύθερη έκφραση της προσωπικότητας είναι αδιαπραγμάτευτα. Αλίμονο αν στην Ελλάδα του 2024 πρέπει να σκεφτόμαστε πως και πότε θα εκφράσουμε δημόσια τη χαρά ή τη λύπη μας. Δηλώσεις και νοοτροπίες με έλλειμμα κοινωνικής ευαισθησίας και ενσυναίσθησης, που βρίσκονται έξω από κάθε πλαίσιο ηθικών αξιών και θεσμικής τάξης, θα με βρίσκουν πάντα απέναντι. Και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να γίνουν άλλοθι στην ευθύνη της πολιτείας να προστατεύει την ανθρώπινη ζωή.»
Η καχυποψία που μας διέπει ως πολίτες, φυσικά, μας έχει μυήσει στα πολιτικά παιχνίδια που γίνονται ακόμα και εις βάρος νεκρών αλλά τουλάχιστον η άμεση πολιτική αντίδραση εκτιμάται περισσότερο ειδικά όταν η ετοιμότητα αυτή λείπει –κάποιες φορές– από θεσμούς όπως η αστυνομία και τα δικαστήρια. Πιο αποτελεσματικό θα ήταν να υπάρχουν τα αντανακλαστικά στους θεσμούς που προστατεύουν τη σωματική, νομική, πολιτική και ηθική ακεραιότητα του πολίτη. Καμιά φορά, όμως, και η αποκατάσταση δηλώσεων που παίζουν επικίνδυνα με την ανθρωπιά, τη λογική και την ενσυναίσθηση έστω και συμβολικά αποκαθιστούν και τη γαλήνη. Τη γαλήνη που τόσο απεγνωσμένα ζητούσε το θύμα και που «τόλμησε» να την εκφράσει ακριβώς επειδή κάποιος την έπεισε ότι δεν την αξίζει. Ο ίδιος που της αφαίρεσε και τη ζωή.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου