Μοναξιά. Ένα συναίσθημα βαρύ, δύσκολο να το διαχειριστείς. Ο κάθε ένας από εμάς το νιώθει με διαφορετικό τρόπο, για διαφορετικό λόγο και με διαφορετική αφορμή και κανένας δεν έχει δικαίωμα να κρίνει κάποιον γι’ αυτό. Κάποιοι τρώνε περισσότερο, άλλοι βγαίνουν βόλτες κι αναζητούν αδιάφορες παρέες για να γεμίζουν το κενό, άλλοι βυθίζονται ακόμα περισσότερο στον εαυτό τους. Υπάρχουν αυτοί που θα πάρουν κατοικίδιο ή ακόμα και ζευγάρια που κάνουν παιδί για να καλύψουν το κενό της εσωτερικής μοναξιάς τους. Υπάρχουν όμως κι αυτοί (που είναι πολλοί) που βλέπουν τηλεόραση. Σειρές, ταινίες, σίριαλ, τηλεοπτικά show. Οτιδήποτε για αν μη σκέφτονται ότι νιώθουν μόνοι.
Σύμφωνα λοιπόν και με την έρευνα του Πανεπιστημίου του Texas που επιβεβαίωσε όσα είχαμε ήδη κατά νου και πιστεύαμε, όσοι περνάνε πολλές ώρες μπροστά στην τηλεόραση βλέποντας τα λεγόμενα “talk shows” ή όπως λένε και στο χωριό μου «κουτσομπολίστικα», είναι κι αυτοί που παρουσιάζουν συμπτώματα κατάθλιψης και μοναξιάς.
Η αλήθεια είναι, πως, όταν ακούγεται μια συζήτηση μες στο σπίτι και δεν υπάρχει νεκρική σιγή, νιώθεις κάπως καλύτερα. Και σαφώς, δεν παίζει ρόλο η ηλικία για το πότε κι αν θα νιώσεις μοναξιά. Αυτή όπως και η κατάθλιψη δεν κοιτάνε ηλικίες. Κι αν το καλοσκεφτείς, ο κόσμος με τα χρόνια άλλαξε. Γίναμε πιο απόμακροι ο ένας με τον άλλον. Η κοινωνία εξελίχθηκε, η τεχνολογία μπήκε για τα καλά στη ζωή μας κι ο κόσμος έπαψε να μιλάει. Δυσκολεύεται να κοινωνικοποιηθεί, πλέον, δια ζώσης. Ένα απρόσωπο και τυπικό μήνυμα είναι πολύ πιο εύκολο από μια ειλικρινή συζήτηση. Μια συζήτηση που παρακολουθείς να κάνουν άλλοι αντί για σένα, είναι πιο βολική για να μην ταράξει την ευαίσθητη ψυχοσύνθεσή μας.
Στην εποχή των γονιών και των παππούδων μας, κάθε γειτονιά ήταν και μια οικογένεια σχεδόν. Ο ένας γνώριζε τον άλλον, μιλούσαν, έκαναν παρέα. Έμπαινε ο ένας στο σπίτι του άλλου ελεύθερα, ό,τι ώρα και αν ήταν. Με τα χρόνια αυτό άλλαξε. Φτάσαμε σε ένα σημείο να μην ξέρουμε ούτε αυτόν που μένει στο δίπλα σπίτι, στην ίδια πολυκατοικία. Κρατάμε πλέον όλα τα προβλήματά μας κλεισμένα στο κεφάλι μας, όταν στον έξω κόσμο δείχνουμε την τελειότητα που δεν υπάρχει. Δε ζητάμε καν λίγη ζάχαρη. Ας πιούμε καλύτερα σκέτο τον καφέ, από το να μιλήσουμε στον γείτονα. Γενικά, ο άνθρωπος άλλαξε με την πάροδο των χρόνων. Έγινε πιο περίεργος, πιο δύσκολος, με περισσότερες απαιτήσεις. Πλέον διώχνει κάποιον από δίπλα του πιο εύκολα, πιο γρήγορα. Δεν έχει ανοχή, δε συγχωρεί, δεν προσπαθεί.
Στο τέλος της ημέρας, καταλήγει μόνος του, μέσα σε ένα σπίτι, σε ένα δωμάτιο να απορεί γιατί είναι μόνος του, γιατί γύρω του είναι όλα τόσο ψεύτικα και διαλύονται τόσο εύκολα. Γυρίζει από τη δουλειά κι ανοίγει κατευθείαν την τηλεόραση. «Άσ’ τη να παίζει» σκέφτεται, χωρίς να ξέρει τι σημαίνει αυτό ακριβώς. Τι σημαίνει για την ψυχολογική του κατάσταση. Δεν ξέρει ότι είναι μόνος του. Δεν το βλέπει, δε θέλει να το δει.
Γενικώς, αν πιάσουμε έναν τυχαίο άνθρωπο και τον ψυχαναλύσουμε, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την ελληνική πραγματικότητα, θα δούμε πολλά στοιχεία μοναξιάς και μελαγχολίας. Οι πιθανότητες, τουλάχιστον, προς τα εκεί γέρνουν. Και μαζί με αυτά θα δούμε και μια τηλεόραση (τις περισσότερες φορές) να προσπαθεί να σώσει την κατάσταση. Αυτό όμως, το ξέρουμε όλοι πως δε θα συμβεί. Ο ένας για τον άλλον βέβαια. Για την ίδια μας τη ζωή εθελοτυφλούμε. Κι έτσι, κάπως καρμικά, το Πανεπιστήμιο του Τέξας με την έρευνα αυτή ήρθε και μας το επιβεβαίωσε για τη ζωή μας, τη ζωή του φίλου μας, του συγγενή μας, για τις ζωές όλων. Ίσως λοιπόν και να έβαλε φιτιλιές σε όσους δεν είχαν πάρει χαμπάρι.
Να δαιμονοποιήσουμε τα μεσημεριανάδικα; Φυσικά κι όχι. Αλλά, ταυτόχρονα, να αφήσουμε για λίγο στην άκρη τη ζωή μέσα από την οθόνη. Να προσπαθήσουμε λίγο παραπάνω για τις σχέσεις μας, να μιλάμε, να γελάμε. Να γίνουμε μια ανοιχτή αγκαλιά για τον συνάνθρωπό μας, ένα αυτί να τον ακούσει. Ένα κουτί με χρώμα, ήχο και εικόνα δε θα γεμίσει κανενός το κενό, όσο ωραίο κι αν μοιάζει.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου