Κάποτε περίμενες πώς και πώς να μεγαλώσεις. Να φύγεις να σπουδάσεις σε άλλη πόλη, να ανεξαρτητοποιηθείς λιγάκι, να νιώσεις περισσότερο ενήλικας. Να τρως ό,τι θέλεις όποτε το θέλεις, να γυρνάς σπίτι ό,τι ώρα γουστάρεις χωρίς να χρειαστεί να δώσεις λογαριασμό, να γλυτώσεις από τη μουρμούρα των δικών σου για το «τι κάνεις με τη ζωή σου». Έλεγες πως έχεις μεγαλώσει πια και θύμωνες που η μητέρα σου σε φρόντιζε κι ανησυχούσε για σένα σαν να ήσουν μικρό παιδί. «Φτάνει ρε μάνα πια, άσε με», η καραμέλα κάθε εφήβου.
Πριν προχωρήσω στα άδυτα αυτού του άρθρου, όμως, ένα disclaimer είναι κατά τη γνώμη μου απαραίτητο. Με τον όρο «μητέρα» δεν εννοώ κατ’ αποκλειστικότητα τον άνθρωπο που σε έφερε στη ζωή ή σε υιοθέτησε, αλλά το φροντιστή σου. Μπορεί να είναι κάποιος άλλος συγγενής, ο πατέρας σου, μια θεία σου, η μητέρα μιας φίλης σου και γενικότερα οποιοσδήποτε ανέλαβε αυτόν τον ρόλο, άλλοτε πιο ενεργά κι άλλοτε λιγότερο. Επιτρέψτε μου λοιπόν να αναφέρομαι από εδώ και πέρα στον όρο «μητέρα», εννοώντας κάθε πιθανή παραλλαγή που ταιριάζει στον καθένα.
Θα ξεκινήσω, λοιπόν, με μια μικρή προσωπική ιστορία. Θυμάμαι σαν χθες, όταν έδινα τελευταίο μάθημα για πτυχίο πριν 4 χρόνια. Κβαντομηχανική ΙΙ παρακαλώ, στην οποία στα 6 χρόνια σπουδών μου, πρέπει να είχα κοπεί τουλάχιστον τόσες φορές, όσα και τα χρόνια που σπούδαζα. Όταν τελείωσα, πήρα κατευθείαν τηλέφωνο τη μάνα μου πριν καν βγω από τη σχολή. «Μάνα το πήραμε». Η μητέρα μου, αν και δε μέναμε μαζί, ήταν η μόνη που είχε βιώσει όλη την πίεση που είχα νιώσει εγώ με τη σχολή, τα κλάματα, τα νεύρα, τις αποτυχημένες εξεταστικές, τις σκέψεις για να τα παρατήσω, καθώς κι όλους τους εξωτερικούς παράγοντες που με έκαναν κάθε τόσο να βυθίζομαι ψυχολογικά. Γι’ αυτό κι αυτό το πτυχίο το πήραμε μαζί.
Η αλήθεια είναι, πως είτε 18, είτε 38, σε όποια ηλικία κι αν φτάσεις, όπου και να βρίσκεσαι, κοντά ή μακριά, το αίσθημα «χρειάζομαι τη μαμά μου» δεν το αποχωρίζεσαι. Είναι η πρώτη που παίρνεις τηλέφωνο να της πεις πως πέρασες επιτέλους εκείνο το μάθημα που είχες δώσει 6 φορές. Πας ταξίδι και την ενημερώνεις πως μπήκες στο αεροπλάνο, προσγειώθηκες, το ξενοδοχείο είναι τέλειο, ότι περνάς καλά. Της στέλνεις και καμία φωτογραφία να την τσιγκλήσεις. Κι όταν συμβαίνει κάτι άσχημο, πάλι σηκώνεις το ακουστικό για να της μιλήσεις. Όχι απαραίτητα για να της πεις τι συνέβη ή να το συζητήσεις, απλώς για να την ακούσεις. Και πώς γίνεται η άτιμη πάντα να καταλαβαίνει ότι κάτι πάει λάθος από τον τόνο της φωνής σου και μόνο. Ίσως να είναι ένστικτο, ίσως μαύρη μαγεία ποιος ξέρει.
Θα την πάρεις τηλέφωνο να τη ρωτήσεις για τα πάντα, κι εκείνη θα σε καθοδηγήσει στο πώς λειτουργεί η ενήλικη ζωή. Από το πώς βγαίνει ένας λεκές, πόση ώρα χρειάζονται τα ρεβίθια να βράσουν και πώς στο καλό κάνεις μια φορολογική δήλωση. Βγάζεις ένα εξάνθημα και παίρνεις τον προσωπικό σου γιατρό. Ναι, καλά κατάλαβες, πρώτα παίρνουμε τη μάνα μας να μας πει τι έχουμε κι αν το κρίνει εκείνη κατάλληλο, τότε παίρνουμε τον γιατρό. Αν τον πάρουμε εμείς, βέβαια, γιατί ακόμα κι αυτά μέχρι μια ηλικία εκείνη τα φροντίζει.
Πας επίσκεψη σπίτι της και την παίρνεις τηλέφωνο να σου φτιάξει καφέ. Δεν είναι ότι βαριέσαι να τον φτιάξεις μόνος σου, αλλά ο καφές της μάνας έχει άλλη νοστιμιά και κυρίως έχει φροντίδα. Κι όσο χρονών και να φτάσουμε, αυτό το μυστικό συστατικό από τον δικό μας άνθρωπο πάντα θα το αναζητούμε και πάντα θα το διεκδικούμε όποτε αυτό είναι εφικτό. Κάποτε, πάλι, γυρνούσες σπίτι από το σχολείο και θύμωνες που είχε φτιάξει λαδερά και τώρα, 30 χρονών γαϊδούρι, αποζητάς εκείνο το πιάτο σαν τρελός. Της λες «έχω πεθυμήσει την σπανακόπιτά σου» και την επόμενη μέρα έχει δύο ταψιά, για να σου φτάσουν, λέει.
Ο άνθρωπος αυτός μας έχει κάνει να γελάσουμε, μας έχει μαλώσει, έχει σκουπίσει τα δάκριά μας, μας έχει δει να θριαμβεύουμε, να αποτυγχάνουμε. Μας έχει δώσει κουράγιο να ακολουθήσουμε τα όνειρά μας, μας έχει σηκώσει από τα πιο βαθιά σκοτάδια μας το ξέρει δεν το ξέρει. Μας έχει αγκαλιάσει παρηγορητικά και με αγάπη. Αχ αυτή η αγκαλιά, είτε είναι εδώ μαζί σου, είτε μακριά, είτε έχει φύγει, νομίζω αυτή η αγκαλιά δε θα μπορέσει να ξεπεραστεί ποτέ, με καμία άλλη. Κάποιος λόγος θα υπάρχει που όσα χρόνια και να περάσουν, την αναζητάς για παρηγοριά. Που όταν νιώθεις χαμένος είναι η μόνη που βοηθάει, χωρίς καν να μπορέσεις να εξηγήσει το γιατί. Η ανάγκη να καταφύγεις σε εκείνη τη φωνή, τη μυρωδιά, το βλέμμα, δε γνωρίζει ώρα, ηλικία κι απόσταση. «Μάνα σε χρειάζομαι», λες και θα λες για μια ζωή.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου