Μου αρέσει να σκέφτομαι, ότι κάθε ένας από εμάς, είναι σαν ένας πίνακας. Από τη μέρα που γεννιόμαστε είμαστε ένας λευκός καμβάς. Οι πρώτοι άνθρωποι που θα βάλουν χρώματα επάνω μας είναι οι γονείς μας ή τέλος πάντων τα άτομα φροντίδας μας. Λίγα χρόνια μετά, έρχονται οι πρώτοι δάσκαλοι, οι συμμαθητές μας, οι προπονητές μας, οι δάσκαλοι χορού ή ζωγραφικής. Οι φίλοι μας, ο πρώτος μας έρωτας, η κολλητή που γνώρισες στο πανεπιστήμιο. Και κάθε ένας από αυτούς προσθέτει μια μικρή ή μεγάλη πινελιά επάνω στον καμβά μας. Μερικές φορές, αυτή η πινελιά θα είναι φωτεινή, χαρούμενη, δίνοντάς μας λίγο από το χρώμα τους. Άλλες φορές θα έχει ένα παστέλ χρώμα, ήρεμο ίσως και λίγο μελαγχολικό, λίγο διφορούμενο. Μ’ αρέσει αυτό το χρώμα ή όχι τελικά, αναρωτιόμαστε; Και εννοείται, άλλες φορές τα χρώματα θα είναι σκοτεινά, λίγο θυμωμένα και αρκετά θλιμμένα. Σίγουρα και αυτά είναι απαραίτητα για να έρθει κάποια ισορροπία και κάποιες σκιές σε αυτόν τον καμβά. Και κάπως έτσι γινόμαστε αυτό που έχουμε την υπερηφάνεια, να αποκαλούμε «εαυτός». Είμαστε με αλλά λόγια ένα συνονθύλευμα όλων όσων κάποτε αγαπήσαμε, ή έστω για μια στιγμή μοιραστήκαμε τη ζωή μας μαζί τους.
Τις προάλλες έπλενα τα πιάτα, ένα πρωινό Κυριακής, και μου ήρθε στιγμιαία στο μυαλό η καλύτερη μου φίλη από το λύκειο, και ένιωσα μια νοσταλγία να με καταπνίγει. Γιατί μου ήρθε στο μυαλό όμως; Γιατί εκείνο το πρωί, επέλεξα να φάω για πρωινό, εκείνο το smoothie bowl, που εκείνη πρώτη φορά μου είχε φτιάξει, και ήταν για πολύ καιρό το αγαπημένο μας πρωινό. Είναι ακόμα ένα από τα αγαπημένα μου πρωινά, 6 χρόνια μετά. Έχω για κωδικό, τα γενέθλια της παιδικής μου φίλης, με την οποία έχουμε να μιλήσουμε πάνω από οχτώ χρόνια. Στο γυμναστήριο ακούω την playlist με την techno house μουσική, που ο πρώην μου με είχε βάλει πρώτη φορά να ακούσω, και μεταξύ μας, μου πήρε πολύ καιρό για να αποδεχτώ ότι μου αρέσει αυτή η μουσική. Διαβάζω εκείνα τα βιβλία, εκείνης της συγγραφέας που μου έδειξε εκείνη η κοπέλα που πλέον δε μιλάμε – ούτε θυμάμαι γιατί – και κάθε φορά που περνάω μπροστά από εκείνο το μπαρ που πίναμε κρασί, και αναλύαμε εκείνα που έμοιαζαν άλυτα προβλήματα και πλέον καμία σημασία δεν έχουν, συνειδητοποιώ ότι είναι το μπαρ που πρότεινα στον φίλο μου από την Αθήνα να πάει όταν επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη.
Όταν δεν είμαι καλά, μαγειρεύω το comfort food, της συγκατοίκου μου από το Erasmus, η οποία κάπου βρίσκεται σε μια άλλη χώρα και κατά πάσα πιθανότητα δε θα ξανά ανταμώσω σύντομα. Κάνω μπούκλες τα μαλλιά μου για να νιώσω όμορφα με τον εαυτό μου, γιατί η κοπέλα που γνώρισα στο Erasmus στην Ιταλία και οι ζωές μας συνέπεσαν μόνο για δέκα μέρες, μου έκανε πρώτη φορά μπούκλες τα μαλλιά μου και μου είπε ποσό όμορφη είμαι. Χρησιμοποιώ τα αστεία που μου έμαθε εκείνος ο τύπος που βγαίναμε ένα καλοκαίρι, και ξεκίνησα το cross fit γιατί η κολλητή μου που πλέον δεν περνάμε τόσο χρόνο μαζί και μου λείπει, μου πρότεινε να πάω μια μέρα μαζί της στην προπόνηση. Και όλα αυτά τα γράφω, για να σου υπενθυμίσω, ότι όσο δύσκολο και αν είναι πρέπει να αποδεχτούμε, ότι μερικούς ανθρώπους τους αγαπήσαμε πολύ και τους δώσαμε ένα κομμάτι του εαυτού μας, και ας μη λέμε πλέον ούτε καλημέρα. Αλλά είναι τόσο όμορφη και ελπιδοφόρα η σκέψη ότι μας έδωσαν και αυτοί ένα κομμάτι τους.
Και έτσι σιγά σιγά, δημιουργούμε τον εαυτό μας, με μικρά κομμάτια ανθρώπων που έστω για μια στιγμή έδωσαν φως στη ζωή μας. Είναι ακόμα πιο όμορφη η σκέψη, ότι εκεί έξω υπάρχουν άνθρωποι, που επίσης κάνουν κάτι και σε θυμούνται με μια γλυκόπικρη νοσταλγία. Υπήρξαμε όλοι μας μια πινελιά στον καμβά κάποιου ανθρώπου. Ας κρατήσουμε μόνο αυτή τη σκέψη για κάθε άνθρωπο που ήρθε, έβαλε μια πινελιά στον καμβά μας, και ό,τι χρώμα και να ήταν αυτή η πινελιά, το μόνο σίγουρο είναι ότι ήταν απαραίτητη.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη