«Ξέσπασα σε γέλια όταν αντίκρισα τον πατέρα μου στο φέρετρο»
Ποια είναι η πρώτη σκέψη που σου περνάει από το μυαλό στο άκουσμα της δήλωσης; Η Nicole Kidman χρειάστηκε αρκετά χρόνια μέχρι να μιλήσει ανοιχτά για τα συναισθήματα και τις αντιδράσεις της όταν ήρθε αντιμέτωπη με τον χαμό του πατέρα της, Antony Kidman, δέκα χρόνια πριν, το 2014. Ψυχολόγος στο επάγγελμα, ίσως να περίμενες να της είχε περάσει με ένα αόρατο τσιπάκι από τα νεαρά της κιόλας χρόνια όπου διαπλάθεται ο χαρακτήρας του παιδιού, την τέλεια αντίδραση. Δεν πάει έτσι, όμως. Δε χωράει στο τσεπάκι το tutorial του θρήνου.
«Κι άλλες φορές της ζωής μου γελούσα σε ακατάλληλες στιγμές, επειδή παθαίνω αυτό το παράδοξο βραχυκύκλωμα. Είναι λες και χρειάζεσαι μια στιγμή να σε κρατήσει ζωντανό κατά κάποιο τρόπο, ειδάλλως θα πεθάνεις. Είναι αβάσταχτος ο πόνος.» Ακούς τα λόγια της κι ίσως σκέφτεσαι ότι εκείνη τουλάχιστον εκτιμά κι ευχαριστεί την καριέρα που ακολουθεί γιατί της δίνει την ευκαιρία μέσα από διάφορους ρόλους να εξερευνήσει σκοτεινά μονοπάτια της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης όπως τον θρήνο. Εσένα όμως δε σου δίνεται η δυνατότητα πρόβας τζενεράλε γι’ αυτό εύχομαι να σου δίνεται γερό απόθεμα αγκαλιάς ανεξάντλητης.
Με το που γεννιέσαι γαλουχείσαι με συγκεκριμένες κοινωνικά αποδεκτές αρχές. Μια εξ αυτών επιβάλλει στις κηδείες dress code της Μορτίσια από την οικογένεια Άνταμς. Όσο πιο μαύρο το χρώμα, τόσο πιο αβάσταχτος ο πόνος, ε; Ωραία, τώρα που το ξεκαθαρίσαμε πάμε στο δεύτερο βήμα. Το κλάμα θα πρέπει να ρέει άφθονο και τα ντεσιμπέλ αναστεναγμών να φτάνουν μέχρι τα σύνορα του Προμαχώνα. Βήμα τρίτο. Δεν ξεχνάμε τις χαιρετούρες σε πρόσωπα από το σόι που δεν έχουμε δει ούτε σε οικογενειακά άλμπουμ, κέρασμα καφέ και κονιάκ μετά την κηδεία και φυσικά επαναλαμβάνεις ευλαβικά κάθε 9, 40 κι ούτω κάθε εξής μέρες. Αυτό θεωρείται μια αποδεκτή ιεροτελεστία.
Τι θα πει δε σου βγαίνει να κλάψεις; Έφυγε ένας από τους δύο πυλώνες της ζωής σου. Δε θα τον ξαναδείς. Εκτός αν πιστεύεις σε επόμενες ζωές, οπότε εκεί το κεράκι της ελπίδας τρεμοπαίζει. Αν δε σου πάει να βρέξεις τα ματάκια σου, βάλε εν ανάγκη Καζαντζίδη κατά προτίμηση το άσμα «Στον άλλο κόσμο που θα πας». Σ’ αυτό το σημείο να τονιστεί πως αν πράγματι είναι πηγαίες όλες αυτές οι αντιδράσεις τότε προφανώς και δε θα τις καταπνίξεις και να σου πω και την αλήθεια, είσαι από τους προνομιούχους. Σε εσένα η διαδικασία επούλωσης ξεκίνησε αυτόματα και θα δεις φως στην ψυχούλα σου πολύ νωρίτερα απ’ όσο πιστεύεις. Εσύ θα τραβήξεις το χέρι του εαυτού σου και θα βγείτε παρέα από τη μαύρη τρύπα. Προς Θεού, όμως, τι γίνεται με σένα που ούτε να κλάψεις σου βγαίνει, ούτε να ντυθείς Μαρινέλλα στο «άνοιξε πέτρα», ούτε να κάνεις βήμα βήμα όσα καλείσαι;
Χτυπάει το τηλέφωνο. Ακούς λέξεις που δε θα ήθελες να μπουν ποτέ σε τέτοια σειρά. Κλείνεις το τηλέφωνο κι αρχίζεις μια μανιασμένη φασίνα σε όλο το σπίτι. Λάμπει τόσο πολύ που το καμαρώνουν από το διάστημα. Στην κηδεία, αντικρίζοντας το φέρετρο δε βγαίνουν δάκρυα θλίψης αλλά νευρικού γέλιου. Το αποτέλεσμα, θα μου πεις, είναι το ίδιο αλλά σε κοιτάει η θεία σου από το χωριό περίεργα. Μόνο στις κωμωδίες γελάμε κι αποκλείεται να έχεις μπροστά σου τον Βέγγο. Θυμάσαι στο σχολείο που δεν έπρεπε επ’ ουδενί να γελάσεις με τον κολλητό στο διπλανό θρανίο γιατί είχατε εκείνη την ξινή φιλόλογο κι εσύ με μια ακόμα απουσία θα έμενες στην ίδια τάξη. Μάντεψε ποιος θα ξαναδίνει μάθημα το καλοκαίρι με το δίχαλο.
Είναι εκείνο το γέλιο το νευρικό, που είναι ξεκάθαρα καμουφλαρισμένος πόνος. Όταν η έντασή του είναι απεριόριστη και μη διαχειρίσιμη, τότε πατιέται αυτόματα ένας διακόπτης ψυχικής ασπίδας. Το γέλιο είναι το stress ball που όσο το πιέζεις, τόσο ανακουφίζεσαι.
Θάνατος. Η μοναδική γραμμή φόβου στην οποία συγκλίνουμε όλοι. Θρήνος. Εκεί, η σταθερά αλλάζει ολοκληρωτικά. Συναίσθημα βαθύ που σαρώνει όλα σου τα κύτταρα, παγώνει το αίμα και το μυαλό σου. Γιατί σε σένα; Τόσα χρόνια ψυχοθεραπείας πίστευες πως θα εξασφάλιζαν μια συγκροτημένη αντίδραση, αλλά ζητάς τη λύση σε μια εξίσωση που δεν έχει απάντηση. Μπρος στην απώλεια κι όσα χάπια κι αν πάρεις, θα εξαφανίσουν στιγμιαία την ταραχή η οποία θα επανέλθει απρόσμενα με ένα ύπουλο χτύπημα κάτω από τη μέση. Σε ανύποπτο χρόνο. Υπάρχουν όμως πολλά στάδια κλιμάκωσης σε αυτό το ταξίδι που ξεκινάς και στο τέλος του, θα μάθεις μυστικά που σου έκρυβες καλά και θα αναθεωρήσεις ακόμα περισσότερα δεδομένα ως τώρα.
Δεν υπάρχει κατάλληλη στιγμή να χάσει ένα παιδί τους γονείς του, ούτε παίρνει κανείς σαν δεδομένο πως, αν έχουν κάνει μεγαλύτερο κύκλο ζωής, θα πονέσει λιγότερο. Ποιος μπορεί να κρίνει, άραγε, την αντίδραση ενός ανθρώπου ιδίως όταν βρίσκεται στη νούμερο ένα κομβική φάση της απώλειας;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου