Η Μαρίνα Σουλακιώτου, που αργότερα μετονόμασε τον εαυτό της σε Μάριαμ Σουλακιώτη, ήταν ηγουμένη στην Ιερά Μονή της Κερατέας. Καταδικάστηκε για 150 φόν@υς που διέπραξε κατά τη διάρκεια της παραμονής της στο μοναστήρι. Η εμβληματική παρουσία της στην ιστορία την έχει στιγματίσει με τα ονόματα “Γυναικείος Σataνάς” ή “Serial Killεr”.
Γεννημένη στην Κερατέα, η Σουλακιώτη εξασφάλιζε τα προς το ζην με διάφορες δουλειές. Φημολογείται ότι εργαζόταν ως κορδελιάστρα σε στρατώνα στο Γουδί, μια δραστηριότητα που σύντομα εγκατέλειψε. Η στροφή στην πνευματικότητα έλαβε χώρα όταν φιλοξένησε τον ασκητή ιερομόναχο Ματθαίο Καρπαθάκη κι έτσι ξεκίνησε ως μοναχή, γινόμενη η έμπιστη του Ματθαίου, ενώ παρέμεινε στο πλευρό του από την πρώτη στιγμή, ακόμη κι όταν χειροτονήθηκε Επίσκοπος Βρεσθένης στις 8 Μαίου του 1935. Ο Ματθαίος Καρπαθάκης, αργότερα, προσχώρησε στους παλαιοημερολογίτες, ισχυριζόμενος ότι δέχτηκε «εντολή από την υπεραγία». Χειροτόνησε πολλούς ιερείς, προκαλώντας παράλληλα διχασμό, γεγονός που τον ανάγκασε να δημιουργήσει οπαδούς στο σχίσμα του. Μία από αυτούς τους οπαδούς ήταν η Μάριαμ Σουλακιώτη, που πολλοί αποκαλούσαν «μητέρα». Το 1927 ιδρύσαν μαζί την ιερά μονή «Πευκοβουνογιάτρισσας» στην περιοχή της Κερατέας.
Μαζί με τη Μάριαμ Σουλακιώτη, υπήρχαν κι άλλες μοναχές που είχαν διοικητικό λόγο στη μονή. Βέβαια, ο Ματθαίος αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας κι ανέθεσε ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης σε εκείνη, που φαίνεται να εμπιστευόταν με κλειστά μάτια. Μετά τον θάνατό του, λοιπόν, η μονή πέρασε σε εκείνη, ως η βασική ηγουμένη. Η Σουλακιώτη, μάλιστα, διέδωσε επίτηδες ότι το πτώμα του «μυροβόλησε» κι αυτή ήταν η αρχή για να προσελκύσει κόσμο στη μονή, με πιστούς που έκαναν την επίσκεψή τους για να διαπιστώσουν τα λεγόμενά της και να απονέμουν φόρο τιμής. Εκεί φάνηκε και η πραγματική πρόθεσή της, αν και κανείς δεν την είχε καταλάβει.
Το σχέδιό της λειτουργούσε εκπληκτικά. Προσέγγιζε άτομα ευκατάστατα, με τα οποία ακολουθούσε μια τακτική 5 σταδίων. Στο πρώτο στάδιο ενθάρρυνε τις πλούσιες γυναίκες να ενταχθούν στο μοναστήρι. Στο δεύτερο στάδιο, προωθούσε τον όρκο πενίας, έτσι ώστε να αποσπάσει την περιουσία των ανθρώπων αυτών. Το τρίτο στάδιο, λοιπόν ήταν και το να τους πείσει να δωρίσουν την περιουσία τους. Αν αυτά τα στάδια αποτύγχαναν, έπαιζε το πέμπτο και τελευταίο τους χαρτί για να τους μεταπείσει να εγγραφτούν, είτε δίνοντάς τους παραπλανητικά χαρτιά, είτε ασκώντας τους σκληρά βασaνιστήρια μέχρι να υποκύψουν. Όταν πια είχαν υπογράψει, είχαν δωρίσει και την περιουσία τους, για εκείνη ήταν πλέον άχρηστοι. Κι έτσι, ολοκλήρωσε το πλάνο τους με την ολική εξόντωσή τους.
Ήταν ένα άρτια οργανωμένο σχέδιο. Στην αναζήτηση νέων δωρητών, έστελνε μοναχές με όμορφο παρουσιαστικό σε διάφορα μέρη της Ελλάδος, χρησιμοποιώντας την εξωτερική τους εμφάνιση για να σαγηνεύουν τα νέα τους θύματα. Κι όντως, τα κατάφερναν, με την ίδια να αποκτά περισσότερο πλούτο και δύναμη, υπό το πρίσμα μιας φιγούρας της πίστης. Το αποτέλεσμα ήταν να αποκτήσει τριακόσια σπίτια, σε όλη την Ελλάδα. Τότε ήταν, όμως, που ξεκίνησαν και οι πρώτοι ψίθυροι από τα δικά της σκάνδαλα, με αποτέλεσμα να απασχολήσει τις αρχές. Υπήρχαν, άλλωστε, και καταγγελίες εις βάρος της μονής που αφορούσε τον εγκλεισμό ανηλίκων, που δεν μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητες.
Εκείνη την περίοδο είχε αναφερθεί και ο εγκλεισμός της Ευθυμίας Παπαθανασοπούλου παρά τη θέλησή της. Κατά την έρευνα της αστυνομίας, τη βρήκαν κλεισμένη στο υπόγειο σε ένα βρωμερό κελί. Η ηλικιωμένη γυναίκα μόλις είδε τους αστυνομικούς, τους παρακάλεσε να την πάρουν από εκεί μέσα. Στην κατάθεσή της, είχε αναφέρει ότι έπασχε από παραμορφωτική αρθρίτιδα κι ότι είχε ζήτησε να εγκλειστεί στο μοναστήρι για να γίνει καλά. Δυστυχώς, όμως αντί να βοηθηθεί, εκείνη υπέφερε από βασανιστήρια στα οποία την είχαν υποβάλει. Μαζί μ’ εκείνη, απελευθερώθηκαν δεκάδες πλούσιες ηλικιωμένες γυναίκες, αλλά και 36 αγόρια και κορίτσια που βρίσκονταν σε κατάσταση εξαθλίωσης. Έπειτα, η αστυνομία προχώρησε στη σύλληψη της Μάριαμ Σουλακιώτη κι επειδή δεν υπήρχαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για την ενοχή της, της απέδωσαν κατηγορία για παράνομο εμπόριο ελαιολάδου στην Κύπρο.
Τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους, ωστόσο, ο εισαγγελέας απήγγειλε κι άλλες κατηγορίες, όπως ανθρωποκτονία από πρόθεση, αμέλεια, βασανιστήρια, εκβιασμούς, απάτες, πλαστογραφία διαθήκης και τη σημαντικότερη απ’ όλες, τον άσκοπο θάνατο 150 παιδιών από φυματίωση. Οι καταγγελίες για τα βασανιστήρια, θύμιζαν πρακτικές που εφαρμόζονταν τον μεσαίωνα, σε κλίμα ακραίου σκοταδισμού και φανατισμού. Τότε που οι άνθρωποι πέθαιναν από βασανιστήρια, υποσιτισμό, σκληρή σωματική εργασία, σοβαρούς τραυματισμούς, νευρικό κλονισμό, φυματίωση κι άλλες κακουχίες.
Καταδικάστηκε για τον θάνατο τουλάχιστον ενός μοναχού και τριών γυναικών μοναχών, για παράνομη κράτηση, κατάχρηση, υπεξαίρεση, απάτη. Αν και μέχρι σήμερα ο πραγματικός αριθμός θυμάτων της Σουλακιώτη δεν έχει διευκρινιστεί, οι περισσότεροι εκτιμούν πως υπάρχουν 177 θάνατοι, με τους 27 να θεωρούνται δ@λ@φονίες και τους 150, ως περιπτώσεις ανηλίκων, ανθρωποκτονίες εξ αμέλειας, από φυματίωση.
Η Σουλακιώτη φυλακίστηκε στις φυλακές Αβέρωφ, όπου άφησε την τελευταία της πνοή στις 23 Νοεμβρίου το 1954.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου