Καλημέρα, καλημέρα. Βάλε καφέ να στα πω. Τι θα πει δεν έχεις όρεξη να σηκωθείς από το κρεβάτι; Κάπως, κάπου το έχεις ξαναδεί κι είναι από τα έργα των οποίων δεν εκτίμησε τη λούπα ποτέ, κανένας. Πονάει το γ@μ!δι. Είναι Πέμπτη, μια άχρωμη καθημερινή που μέχρι και πριν επτά εικοσιτετράωρα είχε τα κότσια να σου φουλάρει το ψυχικό ντεπόζιτο. Σήμερα, όμως, είναι αντιπαθέστατη και κακοτράχαλη. Ξυπνάς κι έρχεσαι αντιμέτωπος με την πρώτη ασυνέπεια. Δε μιλάω για το κουμπάκι του snooze που πατάς πάλι με μανία για να μη βαρέσεις κάρτα στη δουλειά. Είναι εκείνο το inconsistency που ακούγεται εξευγενισμένο στα εγγλέζικα, όμως σε ελληνική μετάφραση σημαίνει: «Δεν έστειλε».
Η ρουτίνα έχει όποια χροιά της δώσεις. Αν τη θαρρείς για βαρετή και πολυφορεμένη, έτσι θα σου φέρεται κι εκείνη. Αν τη λογίζεις για πνευματική ανάταση, πως βάζει τη ζωή σου σε τροχιά, έτσι θα είναι. Η ρουτίνα που έρχεται μαζί με αυτό το μήνυμα στο κινητό, σου εξασφάλιζε κάποτε γαλήνη. Μήνυμα δεν ήρθε, όμως, σήμερα. Τώρα αρχίζουν τα ψυχοσωματικά, αυτό το τρέμουλο, δηλαδή ο φόβος ο ίδιος. Ο φόβος πως το χάσαμε το κορμί πατριώτη. Ρε γ@μώ τα βάσανα του κόσμου όλου, μακάρι να είχε διακοπή ρεύματος όλο το λεκανοπέδιο, να ξαλαφρώσεις. Η διακοπή όμως που αχνοφαίνεται είναι της άλλοτε συναισθηματικής σύνδεσης.
Αρχικά, ένα πιθανό σενάριο είναι να μην εξαφανίστηκε από προσώπου γης ο άνθρωπος αυτός που παρέλειψε να σε καλημερίσει. Επικρατέστερο σενάριο, είναι να μην το κάνει καν επίτηδες με σκοπό να σε στείλει στο Δαφνί. Όμως, δε φουσκώνει από ανάγκη για επικοινωνία και δε θα το κάνει μόνο και μόνο για να κατευνάσει τη δική σου. Την πρώτη ασυνέπεια κάπως έτσι πας να τη δικαιολογήσεις, όμως η καθυστέρηση που παίρνει μέρες στο σερί κι έτσι, κάποια στιγμή, πάει και το υποσυνείδητό σου στη φάση που δε θα περιμένει καν την ειδοποίηση.
Παντοδύναμη η συνήθεια κι άντε τώρα να βάλεις κάτω τις κατάμαυρες σκέψεις που ασελγούν στο κεφάλι σου και να τις προκαλέσεις σε μονομαχία. Η ουδός του πόνου σκαρφαλώνει επικίνδυνα κι είναι σαν να έχεις βγει από το κορμί σου, όντας απλός παρατηρητής όσων σου συμβαίνουν. Μην μπορώντας να ελέγξεις το συναίσθημα που κατσικώνεται στο στομάχι σου και σου προκαλεί αναγούλα, νιώθεις να παγώνει το αίμα σου τη στιγμή που ακόμα και στο ειδυλλιακότερο μέρος του πλανήτη να βρίσκεσαι, με καλή παρέα, πάλι κάτι σαν αόρατο τείχος αναστέλλει τις ορμόνες της χαράς.
Ξέρεις βαθιά μέσα σου ότι θα έρθει εκείνη η στιγμή που είναι διαφορετική και θα πατηθεί σαν ένας μαγικός διακόπτης. Έχεις πάθει ενδεχομένως αφυδάτωση από το κλάμα, αλλά θα τα καταφέρεις. Έτσι σου ψιθυρίζει μια φωνούλα από το υπερπέραν. Ίσως περάσεις το κατώφλι που σε υποδέχεται μια νέα συνήθεια, ικανή να αντικαταστήσει εκείνες που ομολογουμένως σου λείπουν. Ίσως καταλάβεις πως δεν ήταν αυτό το άτομο, η σταθερότητά σου. Ίσως πάλι φύγει κι ο θυμός κι αρχίσεις να αποδέχεσαι ότι δεν είναι πάντα μένος που υποβόσκει η ανικανότητα να παραμείνει σε μια σταθερή στάση απέναντί σου και δεν ήθελε ποτέ το κακό σου. Μπορεί να μη θέλει άλλο την παρέα σου, αλλά αυτό δε σημαίνει πως ήθελε να υποφέρεις.
Στο τέλος της ημέρας, βέβαια, είναι λυτρωτικό να έχεις μια απάντηση. Κι εκείνο το πλάσμα που θα βρει τα κότσια να σου δώσει ξεκάθαρη εξήγηση, οφείλεις να το εκτιμήσεις. Είτε έρθει εκείνη που οραματιζόσουν, είτε εκείνη που φοβόσουν. Διότι, η ξαφνική ασυνέπεια πονάει γιατί είναι σαν να κεραυνός εν αιθρία.
Σε όποια φάση κι αν σε πετυχαίνει αυτό το κείμενο, εύχομαι ο κεραυνός να είναι από εκείνους τους ρομαντικούς που βλέπεις έξω από το παράθυρο και να μη σε πετύχει ενώ προχωράς αμέριμνος. Διότι εδώ η ομπρέλα που λειτουργεί ως safety net και να θέλει, δε θα μπορεί να βοηθήσει. Και θα δεις, κάποια στιγμή το μυαλό σου θα είναι εκεί να συμμαχήσει με την καρδιά, κι ας είναι συμμαχία που βλέπουμε κάθε δίσεκτο έτος.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου