«Μουσική βιομηχανία», έχει χαρακτηριστεί από πολλούς και όχι άδικα. Ο λόγος για την Taylor Swift, μία από τις μεγαλύτερες σταρ αυτής της γενιάς, που έχει καταφέρει να τονώσει την οικονομία οποιασδήποτε χώρας που είχε την τύχη, να τη φιλοξενήσει κατά τη διάρκεια της τελευταίας της περιοδείας, “The Eras Tour”. Αντιμέτωπη, με σκληρή κρητική ή τυφλό θαυμασμό, μέσα στα χρόνια έχουν υπάρξει πολλές κατηγορίες σχετικά με το περιεχόμενο των τραγουδιών της, καθώς όντας μία έφηβη που μεγάλωσε κάτω από τους προβολείς, διαχειρίστηκε την πιο αμήχανη περίοδο της ζωής ενός ανθρώπου, δημοσιεύοντας κομμάτια γραμμένα από τις εμπειρίες της. 

Ίσως, να είναι αυτό ακριβώς που κάνει την Taylor, τόσο αγαπητή και παράλληλα τόσο μισητή στο ευρύτερο κοινό. Ο τρόπος που εκφράζεται μέσα στα χρόνια, είναι τόσο οικείος, αγαπάμε να ακούμε τραγούδια που να μπορούμε να ταυτιστούμε, να ακούμε εικόνες που δημιουργούν ιστορίες μέσα στο μυαλό μας. Το επιχείρημα, γράφει συνέχεια για τις σχέσεις της, θα μπορούσε να ήταν αποδεκτό, αν η ίδια η Swift δεν είχε βασίσει όλο της το brand στις ρομαντικές σχέσεις και στο πόσο την πλήγωσαν, ή την ανέβασαν. Είναι το κομμάτι, που κάνει τους εκατομμύρια φανς της να περιμένουν με ανυπομονησία το τελευταίο της άλμπουμ, ενώ ξημεροβραδιάζονται αποκωδικοποιώντας με θρησκευτική ευλάβεια τα μηνύματα που προσπαθεί να περάσει μέσα από την τέχνη της. Μία μίξη σύμπαντος της Marvel με τις συζητήσεις που κάνεις με τους κολλητούς όταν ξενυχτάτε.

 

Αυτή ακριβώς είναι η δύναμη της! Η σύνδεση της με το ακροατήριο μέσα από την αφήγηση κοινών εμπειριών. Και ενώ μπορεί πλέον να αποτελεί μία εξαιρετική στρατηγική μάρκετινγκ, κάτι που δείχνουν και οι πωλήσεις του τελευταίου της άλμπουμ, δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει την επιρροή της στη μουσική σκηνή. Όπως επίσης, την ικανότητά της να αφηγείται ιστορίες μέσα από ποπ mainstream μπιτάκια και σπαρακτικούς στίχους. Και αυτό είναι ένα κομμάτι που ξεχνάει το ευρύτερο κοινό. Μπορεί τα τραγούδια της να μην ακούγονται στα ραδιόφωνα, οποιοδήποτε όμως άλμπουμ της, έχει στα τσαρτ την πλειοψηφία του περιεχομένου του. Κάτι που ελάχιστοι καλλιτέχνες έχουν καταφέρει μέσα στα χρόνια. Το να δημιουργείς ένα τόσο πιστό κοινό, απαιτεί έξυπνες και μεθοδικές κινήσεις και δεν έρχονται απλά από το να γράφεις για τις αποτυχημένες σχέσεις σου. 

 

Ο κόσμος πιστεύει ότι γνωρίζει πολλά για την τραγουδίστρια, μέσα από τη μουσική της, είναι η συμμαθήτρια που παρακολουθείς για να ζήσεις λίγο δράμα που ίσως η δική σου ζωή να μην έχει. Ταυτίζεσαι με το πως ερωτεύεται, πως ζει τις ανασφάλειες μέσα στη σχέση της, πως χωρίζει, πως κρατάει με νύχια και με δόντια την εικόνα της «τέλειας», σε βαθμό που την καταστρέφει. Όποιος την παρακολουθεί από νεαρή ηλικία, έχει γνώση των όσων έχει περάσει μέσα στα χρόνια. Από τους εφηβικούς της έρωτες, στους πρώτους χωρισμούς, στις σχέσεις που τη σημάδεψαν, όπως αυτή με τον John Mayer, έναν άντρα που ερωτεύτηκε όταν εκείνη ήταν μόλις 19 και εκείνος 32. Τον Taylor Lautner, για τον οποίο έγραψε, ίσως και το μόνο, τραγούδι στο οποίο ζητάει συγγνώμη από εκείνον. Τον Jake Gyllenhaal, για τον οποίο έγραψε ένα από τα πιο σπαρακτικά και κατάλληλα για χωρισμό άλμπουμ. Στις πιο πόσφατες σχέσεις της, όπως αυτή με τον 7 χρόνια σύντροφό της Joe Alwyn και τώρα με τον ποδοσφαιριστή Travis Kelcey.

Καθώς και το τελευταίο της άλμπουμ, “Τhe tortured poets department”, που όπως φαίνεται είναι αφιερωμένο στο 10χρονο situationship της με τον τραγουδιστή της μπάντας “1987”, Matty Healy. Και αυτό ακριβώς είναι που ζητάει το κοινό, έναν καλλιτέχνη να μιλάει για τα αυθεντικά του συναισθήματα, να μπορεί να βιώσει τον πόνο, να καταλάβει πως δεν είναι ο μόνος που νιώθει έτσι. Έχει ανάγκη, να κλάψει με στίχους που εκφράζουν αυτό που νιώθει και θα ήθελε να πει σε κάποιον άνθρωπο στη ζωή του. Αυτή είναι η δύναμη της Taylor Swift, όχι η σκηνική παρουσία, οι απίθανη φωνή ή οι φαντασμαγορικές χορογραφίες. Το αν αυτό είναι αρκετό να την κρατήσει στην κορυφή στην οποία και έχει φτάσει, θα το δείξει ο χρόνος, το σίγουρο είναι πως κατηγορείτε για κάτι που πολλοί καλλιτέχνες κάνουν. 

 

Πηγή εικόνας: Nicki Swift

Συντάκτης: Έφη Ζ.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη