Θα έλεγε κανείς ότι η πίεση δεν είναι μια αίσθηση που μπορεί εύκολα να περάσει στα ψιλά γράμματα. Όταν μάλιστα σού ασκείται, μπορεί να γίνει ως και καταστροφική. Το να επιβάλλεις σε κάποιον ή κάποιους τις απόψεις και τα θέλω σου, περιορίζοντας έτσι τα δικαιώματα και την ελευθερία του, σίγουρα δεν έρχεται σιωπηλά, κι έχει αρνητική επίπτωση στην καθημερινότητα του ανθρώπου, άρα και στη ζωή του.
Η ερώτηση «γιατί με πιέζεις;» στην οποία ο ηθικός αυτουργός καλείται να απαντήσει είναι σχεδόν πάντα μια ύστατη προσπάθεια κατανόησης, ενός κινήτρου που ποτέ δε γίνεται, εν τέλει, κατανοητό. Η βάση της, είναι η ανάγκη του καταπιεστή να επιβληθεί και να πάρει τα ηνία. Το πρόσχημα; «Γιατί πολύ απλά δεν ξέρεις, γιατί είσαι λάθος, γιατί οι απόψεις σου είναι παλιομοδίτικες, γιατί είσαι άσχετος, γιατί εγώ ξέρω.» Το αποτέλεσμα; Μια κοινωνία διάσπαρτη, χωρίς επικοινωνία, χωρίς αλληλοσεβασμό, ένας συνεχής εμφύλιος με «ζωντανούς-νeκρούς». Μια κοινωνία μόνων κι απομονωμένων, όπου το σώμα μπορεί να συνεχίζει να ζει, όμως ο ψυχισμός παγώνει κι αργοπεθαίνει. Και μετά; Έρεβος.
Έρεβος, όπως λέγεται κι ο γνωστός Θεός του Σκότους στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Το χάος, η κενότητα. Εκείνος που, ακόμη και στα παιδιά του, τα δύο από τα τέσσερα, έδωσε το όνομα Τρόμος και Φόβος. Σύμφωνα με τον Ησίοδο, ο Έρεβος προήλθε από το Χάος και τη Γαία (τηv γήινη ύλη) με τη μεσολάβηση του Έρωτα. Συμβολίζει τη σιωπή και το βάθος της νύχτας. Κατά τον Όμηρο, Έρεβος ονομάζεται ο χώρος που συνορεύει με τον Άδη (χώρος διάβασης των ψυχών). Πόσες ψυχές αισθάνονται ότι κατοικούν σε αυτόν τον υπόκοσμο, γεμάτο σκοτάδι και μυστήριο;
Δεν είναι τυχαία η σύνδεσή του με την ανθρώπινη απομόνωση. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι χάνεται η διαύγεια, η λογική κλονίζεται και τη σκυτάλη παίρνουν τα συναισθήματα που προκαλούν δυσφορία. Στιγμές θάρρους και σιγουριάς θα δώσουν ώθηση να ξεφύγεις από αυτή την κατάσταση, όμως δεν κρατάει για πολύ. Ο θεός του σκότους έχει αποφασίσει να σε κρατήσει εκεί, αυτό είναι το παιχνίδι του. Επιπλέον, δεν τον συμφέρει να σε χάσει, αλλιώς δε θα έχει λόγο ύπαρξης. Επιβάλλεται και ασκεί την πίεσή του. Εσύ μένεις εκεί, στάσιμος. Σκοτάδι, φόβος, τρόμος. «Γιατί δεν κάνεις κάτι;» Θα σε ρωτήσουν. «Δεν μπορώ», είναι η απάντηση. «Θέλω, αλλά δεν μπορώ.»
Αυτό το σκοτάδι, ενδόμυχα δημιουργεί μια επώδυνη κατάσταση και για τον θύτη, που οδηγεί στο να εξωτερικεύει την εσωτερική του οργή στους άλλους. Έτσι γεμίζουμε με ανθρώπους που υποκρίνονται πως είναι καλά, ενώ ζουν μια ζωή που στην πραγματικότητα δεν έχει μέσα της φως, δεν έχει συντροφικότητα, ειλικρίνεια, ελευθερία.
Το να συμφιλιωθεί ο δέσμιος του Ερέβους και να αγκαλιάσει τα «κακά» συναισθήματα είναι μια ιδέα, που όμως χρειάζεται να παντρευτεί τον χαρακτήρα του, την ιδιοσυγκρασία του, τα θέλω του. Είναι, όμως, εξαιρετικά δύσκολο να διώξει από πάνω του την πεποίθηση ότι θα γίνει αδύναμος και ο κόσμος δε θα τον αποδέχεται- αφού κανένα πλάσμα δε θέλει στην κοινωνία του, στην ομάδα του, στην αγέλη του έναν αδύναμο, διότι τη στιγμή που θα κληθούν να έρθουν αντιμέτωποι με τον κίνδυνο που μπορεί να αποβεί μοιραίος και θανάσιμος, οι δυνατοί πρέπει να τον προστατέψουν, θέτοντας σε κίνδυνο τη δική τους ζωή. Η πίεση θολώνει το μυαλό και τον καθιστά ανίκανο να συνεργαστεί, δημιουργώντας έναν κόσμο που το σκοτάδι θα δημιουργεί φόβους, άγχος, δεύτερες σκέψεις.
Έρεβος και μοναξιά. Μοιάζουν με δυο έννοιες που η μία φέρνει την άλλη, με κοινό παρονομαστή την καταπίεση που εν τέλει ασκούμε οι ίδιοι στον εαυτό μας, κι έπειτα ο ένας στον άλλον. Ίσως λοιπόν να πρέπει να ξεκινήσουμε αντίστροφα, γιατί μόνο έτσι θα μπορέσουμε να ζήσουμε με ηρεμία και γαλήνη, κι έτσι, τις νύχτες του μήνα με ολόγιομο φεγγάρι, που συμβολίζει την ολότητα, την ολοκλήρωση, την ισχύ και την πνευματική δύναμη, να μην τρέμουμε το σκοτάδι. Να δημιουργούμε με τη στάση ζωής μας ορατότητα, άρα σιγουριά, άρα ασφάλεια. Γιατί η κοινωνία αυτό έχει ανάγκη, ένα «σκοτάδι γεμάτο φως» που θα δείχνει προς τη σωστή για τη ζωή κατεύθυνση.