Όλοι κουβαλάμε μια βαλίτσα.
Μεγάλη ή όχι, πάει μαζί μας.
Ισόβια, που λένε.
Ακόμα και ‘κείνοι
που έμειναν μια ζωή σ’ έναν νομό-
παράξενο θέαμα, μα κι όμως.
Έχω δει πολλές φορές κάποιον
να σταματά στη μέση του δρόμου.
Ούτε μπρος, ούτε πίσω.
Έχω δει έρωτες
να γίνονται μαλλιά κουβάρια,
γιατί οι βαλίτσες τους δεν ταίριαξαν.
Ή τούς έπιαναν χώρο πολύ.
Έχω δει βαλίτσα να ανοίγει.
Βαλίτσα που γέμισε λάσπες,
γρατσουνιές,
που κακομεταχειρίστηκε.
Άλλη ρούχα να μη βγάζει,
μονάχα να ‘ναι μια μαύρη τρύπα.
Και τρόμαξα.
Και συνέκρινα.
Το παρελθόν το ελαφρύ μου
και το βαρύ του άλλου.