Λένε πως είναι το αρχαιότερο επάγγελμα. Και μπορεί ανά τους αιώνες να είναι αμέτρητες οι γυναίκες που το εξάσκησαν και το εξασκούν μέχρι σήμερα, αλλά άραγε πόσες έχαιραν τέτοιας εκτίμησης από τους συνδημότες τους, ώστε να δώσουν σε δρόμο της πόλης που έμεναν το όνομά τους; Στην Ελλάδα υπήρξε μια τέτοια γυναίκα. Μπορεί να μην ήταν Ελληνίδα, αλλά πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής της στη χώρα μας και εδώ έκλεισε τα μάτια της.

Η Αδελίνα Γκιτάρ γεννήθηκε το 1863 στη Γαλλία. Στα 16 της χρόνια ξεκίνησε το τραγούδι, τον χορό και εκδιδόταν για να κερδίζει χρήματα. Ήταν χορεύτρια καν καν, ακόμη και στο θρυλικό Μουλέν Ρουζ, όπου είχε πολλούς πλούσιους και διάσημους πελάτες. Έτσι σταδιακά μεταμορφώθηκε στη Μαντάμ Ορτάνς. Άγνωστο παραμένει πως προέκυψε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμό της. Με το πέρασμα του χρόνου κατάφερε να φτιάξει τον δικό της χώρο, που φημιζόταν για την καλαισθησία του και τα όμορφα αλλά και καλλιεργημένα κορίτσια του. Περνούσε από εκεί όλη η καλή κοινωνία του Παρισιού, καλλιτέχνες, πολιτικοί, αξιωματικοί, που απολάμβαναν τη συντροφιά τους αλλά και τις κουβέντες με τις έξυπνες κοπέλες.

Το 1897 σε ηλικία 34 ετών δέχτηκε μια πρόσκληση από τον φίλο της, ναύαρχο Ζωρζ Ποτιέ, να έρθει στα Χανιά. Την περίοδο εκείνη, μετά την ήττα της Ελλάδας στον πόλεμο με τους Τούρκους, το νησί βρισκόταν υπό την εποπτεία των Μεγάλων δυνάμεων και είχαν έρθει στο νησί πάρα πολλοί στρατιωτικοί, ναυτικοί και στελέχη των στρατών και στόλων της Γαλλίας, Βρετανίας, Ρωσίας και Ιταλίας. Τόσοι άντρες μαζεμένοι σε ένα μέρος χρειαζόντουσαν οπωσδήποτε ψυχαγωγία και γυναικεία συντροφιά κι έτσι η Μαντάμ Ορτάνς άδραξε την ευκαιρία και ήρθε στην Ελλάδα. Άφησε πίσω την επιτυχημένη πορεία της στην Πόλη του φωτός και ατρόμητη, ξεκίνησε για νέες περιπέτειες. Μαζί της έφερε κάποια από τα κορίτσια της.

Τον πρώτο καιρό όλα πήγαιναν άψογα. Εμφανιζόταν κυρίως στο Λόντον Μπαρ και έκανε θραύση. Είχε φανατικούς θαυμαστές που τη γέμιζαν δώρα και ξόδευαν πολλά χρήματα για εκείνη. Κάποιοι από αυτούς μάλιστα την ερωτευόντουσαν και την πολιορκούσαν. Εκείνη, λένε, πως ήταν τρελά ερωτευμένη με τον Ιταλό Ναύαρχο Καναβάρο. Με την επανάσταση του 1905, στον Θερισό των Χανίων, με αρχηγό τον Ελευθέριο Βενιζέλο που έγινε με αίτημα την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, αναγκάστηκε να φύγει από εκεί. Παντρεύτηκε τον Νικόλαο Χανιωτάκη και μαζί μετακόμισαν στο Ηράκλειο. Σε ένα γράμμα της προς μια φίλη της, έλεγε πως αγαπούσε την Κρήτη για τον ζεστό καιρό της, που δεν ήταν όμως ανυπόφορος και πως ήταν πολύ ευτυχισμένη στο γάμο της και που ασχολούνταν με το νοικοκυριό. Δεν ήταν όμως γραφτό της, αφού σύντομα ο σύζυγός της την εγκατέλειψε. Έφυγε τότε στη Σητεία και πέρασε και από τον Άγιο Νικόλαο. Δεν ένιωσε να ταιριάζει πουθενά.

Μέχρι που το 1910 μετακόμισε στην Ιεράπετρα. Στην αρχή έφτιαξε εκεί μια χαρτοπαικτική λέσχη και εστιατόριο. Έπειτα και ένα ξενοδοχείο ύπνου με το όνομα «Η Γαλλία». Στο ίδιο σημείο σήμερα βρίσκεται το “Hotel Creta”. Η υποδοχή δεν ήταν και πολύ θερμή στην αρχή αφού δεν άρεσε στους κατοίκους που είχαν τέτοιου είδους γυναίκες ανάμεσά τους και προσπάθησαν να τις διώξουν. Με τον καιρό όμως, αφού διαπίστωσαν πως, παρά το επάγγελμα που έκανε, η Μαντάμ Ορτάνς ήταν μια σπουδαία γυναίκα που βοηθούσε όσο μπορούσε αυτούς που είχαν ανάγκη, τη συμπάθησαν. Τους κέρδισε με τη συμπεριφορά της. Τη σεβόντουσαν και την εκτιμούσαν. Τουλάχιστον οι περισσότεροι.

Στα τελευταία χρόνια της ζωής της και αφού δεν ήταν σε θέση πλέον να εξασκεί το καλοπληρωμένο επάγγελμα που γνώριζε, άνοιξε ένα ψιλικατζίδικο για να βγάζει τα προς το ζην. Μπορεί τα μεγαλεία του παρελθόντος να είχαν περάσει όμως εκείνη, περήφανη, συνέχιζε να βοηθάει από το υστέρημά της.

Όταν κατάλαβε πως πλησίαζε η ώρα που θα αφήσει αυτό τον κόσμο, αν και καθολική, ζήτησε έναν ιερέα για να εξομολογηθεί. Τον ρόλο αυτό στην τελευταία πράξη της ζωής της έπαιξε ο παπά Μανόλης Τζαβολάκης ο οποίος αφού την άκουσε της έδωσε συγχώρεση. Άφησε την τελευταία της πνοή στις 2 Μαΐου 1938. Ο τάφος της βρίσκεται στο Δημοτικό Νεκροταφείο Ιεράπετρας.

Οι τοπικές αρχές, αναγνωρίζοντας το σπουδαίο φιλανθρωπικό έργο της, στο μέρος που έζησε τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής της, αποφάσισαν να δώσουν το όνομά της σε έναν δρόμο της πόλης για να την τιμήσουν.

Σε εμάς έγινε γνωστή από το έργο του Νίκου Καζαντζάκη: «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά». Αλλά αναφέρεται επίσης από τον Γεώργιο Πάγκαλο, τον Παντελή Πρεβελάκη στο έργο «Χρονικό μιας Πολιτείας» με άλλο όνομα και ο Ιωάννης Μανωλικάκης έγραψε τη βιογραφία της.

Ακόμη στην παγκοσμίως γνωστή ταινία «Ζορμπάς» του Μιχάλη Κακογιάννη με τον Άντονι Κουίν και τον Άλεν Μπέιτς την υποδύθηκε η Ρωσίδα ηθοποιός Λίλα Κεντρόβα, που κέρδισε για τον ρόλο της, με την εξαιρετική ερμηνεία της, το Όσκαρ Β’ Γυναικείου ρόλου.

Αυτή ήταν λοιπόν η θρυλική ιερόδουλη που μάγεψε ξένους και Έλληνες, φτωχούς και πλούσιους, λόγιους και αγράμματους και κέρδισε μια θέση στην παγκόσμια, αέναη μνήμη.

ΠΗΓΕΣ:
www.mixanitouxronou.gr
Skai.gr
in.gr

 

Πηγή εικόνας: ΒOVARY

Συντάκτης: Σοφία Αλεξανδρίδου
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη