Μέσα στις μαβιές νύχτες χάθηκα.

Άναβα κεριά,

έσβηνα τα φώτα,

έστρωνα το κρεβάτι μου,

ξάπλωνα,

έκλεινα τα μάτια μου

προσμένοντας την αυγή.

Ερχόταν τότε στα όνειρά μου

με άγγιζε

με χάιδευε

κι όπως χανόμουν στο όνειρο μαζί της,

χαμογελούσα.

Μέσα στη μαβιά νύχτα

φυσούσε αέρας στην κάμαρά μου.

Τα κεριά έσβηναν-

δε με ένοιαζε όμως.

Εγώ κρατούσα το όνειρο:

Να ξημερώσω, σε έναν άλλο κόσμο

που θα ξυπνάω μαζί της.

Συντάκτης: Γεώργιος Σιλιβάκος