Αν υπήρχε όρος για να περιγράψει τους φανατικούς θαυμαστές της Άννας Βίσση (κατ’ αντιστοιχία του όρου «Ρουβίτσα», που χρησιμοποιείται για τον ανεπανάληπτο Σάκη), θα με χαρακτήριζε απόλυτα. Από την εφηβική μου ηλικία, ταυτίστηκα με την απόλυτη –ίσως και λόγω καταγωγής– και την ακολουθούσα σε κάθε της συναυλία, σε κάθε της εμφάνιση, σε κάθε τραγούδι και καινούργιο δίσκο. Ναι, πρόλαβα την εποχή που στηνόμασταν έξω από τα δισκάδικα για να αγοράσουμε πρώτοι τα CD των αγαπημένων μας τραγουδιστών και μετά τρέχαμε με αγωνία να τα ακούσουμε στο CD player.

Σήμερα, στη δεκαετία των δεύτερων -άντα, συνειδητοποιώ, μετά και την τελευταία συναυλία της που παρακολούθησα, ότι με συντρόφευσε (και μαζί με μένα χιλιάδες άλλους) σε όλες τις σημαντικές και ασήμαντες φάσεις της ζωής μου, σε όλα τα ορόσημα, τις καθοριστικές αποφάσεις, τις απογοητεύσεις, αλλά και τις χαρές και τις μεγάλες αλλαγές που ήρθαν και με έκαναν τον άνθρωπο που είμαι.

Τη γνώρισα όταν ξεκίνησα να μαθαίνω τον κόσμο και να ολοκληρώνω τα μαθητικά μου χρόνια, εκείνα που όντως δεν τ’ αλλάζω με τίποτα και θα έδινα τα πάντα για να τα ξαναζήσω. Συνειδητοποίησα ότι θα νοσταλγώ πάντα την πιο ανέμελη φάση της ζωής μου. Χωρίς έγνοιες και υποχρεώσεις, χρωματισμένη μόνο με ζωντανά χρώματα και γέλιο. Όμορφες αναμνήσεις, ζαβολιές, πλάκες, αθώα ερωτικά βλέμματα από μια εποχή που πέρασε ανεπιστρεπτί και καθόρισε τον ψυχικό μου κόσμο.

 

 

Του τραγουδούσα με ένταση «να ξέρεις, πάνω από σένα τίποτα δε βάζω» για να δηλώσω την απεριόριστη κι ανεξάντλητη αγάπη μου στον πρώτο μου έρωτα, κι ότι δεν τον άλλαζα με τίποτα. Κι όταν έψαχνα εναγωνίως να βρω δώρο, του αφιέρωνα τον δίσκο «Με αγάπη από μένα για σένα, με αγάπη για μια ολόκληρη ζωή». Και πίστευα ότι όντως θα ήτανε για πάντα.

Ζούσα σε ένα όνειρο. Ρουφούσα τον έρωτα και την παρουσία του. Η καρδιά μου χτυπούσε μόνο γι’ αυτόν, ήθελε μόνο αυτόν, το μυαλό μου δούλευε μόνο γι’ αυτόν. Κι όσες φορές κι αν μου έλεγε πως με αγαπά, δε μου ήταν αρκετές. Ήθελα να με ξυπνά το βράδυ να μου το λέει, να με αγκαλιάζει σφιχτά και να μου το ψιθυρίζει γλυκά στ’ αυτί. Του έλεγα συνεχώς «πες το ξανά, πιο δυνατά», για να θυμάμαι για πάντα το πιο γλυκό συναίσθημα, την πιο γλυκιά φωνή.

 

 

Όταν χώρισα από την πρώτη μου σχέση, ήταν η πρώτη φορά που έψαξα να την ακούσω. Έκλαιγα με μαύρο δάκρυ για όλα τα πράγματα –δικά του – παντού στη μικρή μας φωλιά, το ερωτικό μας καταφύγιο, εκείνο που στέγαζε όνειρα και υποσχέσεις. Έβλεπα τον αναπτήρα, το μπλουτζίν, τα γράμματα και τις φωτογραφίες, όλα τα μικροπράγματα, ριγμένα παντού μες στο σπίτι, να τον θυμίζουν τόσο έντονα. Είχα τόσα να θυμάμαι απ’ αυτόν, χρόνια που τα ζήσαμε μαζί, ώρες σιωπηλές και βράδια ερωτευμένα, βλέμματα και αγγίγματα, που αναρωτιόμουν πού να πήγανε χαμένα.

Δεν ήθελα να ξέρει, δεν ήθελα να μάθει πώς είχα γίνει λιώμα και σκόνη, πως περίμενα ένα τηλεφώνημα μέχρι τις δώδεκα τα μεσάνυχτα, περίμενα με κομμένη την ανάσα να χτυπήσει. Κι όταν δε χτύπαγε, με έπιανε το παράπονο που δεν είχε καταλάβει τι περνούσα, τι ένιωθα, τι σκεφτόμουν.

 

 

Κι ήθελα να πω πόσο αστείο είναι που εμείς οι δύο δεν είμαστε μαζί. Εμείς που κάποτε λιώναμε ο ένας για τον άλλον και δεν μπορούσαμε στιγμή χώρια, να έχουμε φτάσει στο σημείο να μη μιλιόμαστε, να τσακωνόμαστε συνεχώς. Γίναμε δύο ξένοι. Ποιος θα το πίστευε; Πως εμείς, που λέγαμε ότι θα γεράσουμε μαζί, πως θα μείνουμε για πάντα μαζί, έπρεπε να γράψουμε «τέλος» στο βιβλίο μας και να γυρίσουμε σελίδα.

Έπειτα, προσπαθούσα να σταθώ στα πόδια μου καίγοντας (μεταφορικά πάντα, δεν είμαι πυρομανής) τα σεντόνια μας και ό,τι είχαμε μοιραστεί τόσο καιρό. Ξόρκιζα το παρελθόν και καλωσόριζα κάθε καινούργια αγάπη που ερχόταν στη ζωή μου. Της έλεγα καλημέρα και την έβαζα πρόθυμα στη ζωή μου. Και αν καμιά φορά με θυμόταν εκείνη, η πρώτη, η αξέχαστη αγάπη, ήθελα τόσο απεγνωσμένα να πω πώς τον έχω πεθυμήσει κι ο χωρισμός μας μού έχει στοιχίσει απίστευτα, μα συγκρατιόμουν. Επιστράτευα όλη την ψυχική μου δύναμη κι έκλεινα οριστικά την πόρτα του παρελθόντος. Δεν ήταν παρά ένας ξένος για μένα, μια μακρινή ανάμνηση κι έπρεπε να τον ξεχάσω. Γιατί, στην τελική, ήμουν το αύριο κι ήταν το χθες.

 

 

Και κάπως έτσι ήταν το μοτίβο των σχέσεων αλλά και της ζωής μου. Κάθε φορά που γνώριζα κάποιον, πετούσα στα ουράνια κι έμπαινα στη ζώνη της ψυχεδέλειας, της απόλυτης ευτυχίας. Ήμουν στα πάνω μου, ήμουν στα ωραία μου, στην απόλυτη μέθη. Καταλάβαινα τον έρωτα από την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, την αμηχανία, τη σιωπή, εκείνη τη σιωπή που είναι πιο εύγλωττη από όλες τις λέξεις του κόσμου. Γιατί αφήνει να ειπωθούν τα πάντα με τα μάτια.

Μέχρι που βρήκα τον τελευταίο μου σταθμό, την υπερβολική αλλά αποδεκτή αγάπη, τη μία στο εκατομμύριο αγάπη. Που κανένα τρένο δε θα με πάρει μακριά της κι χωρίς αυτήν είναι το απόλυτο κενό. Που για χάρη της θα έδινα όλα μου τα λεφτά. Που είναι στον αέρα και στα κύτταρά μου. Που του έλεγα, του λέω και θα του λέω πως είμαι τρελή για ‘κείνον.

Γιατί, στ’ αλήθεια, ό,τι έχω ζήσει, το έχει πει η Βίσση.

Συντάκτης: Χριστιάνα Δεμέναγα