Τον έλεγαν Πάρη και εκείνη Ράνια, με αυτά τα ονόματα γνωρίστηκαν εκείνη την εποχή της δεκαετίας του ’60, διαμέσου ενός τηλεφώνου, μιας λάθος κλήσης. Βλέπετε τότε δεν υπήρχαν τα κινητά ή τα νέα σταθερά τηλέφωνα για να δεις ποιος/α σε κάλεσε. Με αυτόν τον τρόπο ξεκίνησε μια, προς το παρών πλατωνική, ρομαντική ιστορία. Ένα ραντεβού έξω από ένα παράθυρο ισογείου στην Καστέλα. Η Ράνια εκείνο το απόγευμα είχε στολιστεί και αμέριμνη καθόταν και ρέμβαζε έξω από το παράθυρο αυτό, περιμένοντας να δει τον Πάρη. Έβλεπε κόσμο να περνά, καθώς ήταν η γιορτή του Σταυρού, και όλοι πήγαιναν στην εκκλησία της πλατείας που γιόρταζε. Τον Πάρη, όμως, πουθενά δεν τον είδε. Κανείς δεν κοντοστάθηκε στο παράθυρο της για να της μιλήσει και έστω να της συστηθεί με αυτό το όνομα.

Ο Πάρης όμως στεκόταν σε μια γωνία και τη θαύμαζε. Θαύμαζε τη φυσική ομορφιά της, το υπέροχο χαμόγελο της, τη φρεσκάδα και τη μελωδική της φωνή. Η Ράνια ήταν γνωστό πως είχε γάργαρη φωνή όταν τραγουδούσε. Ποτέ δεν της μίλησε τότε γιατί ντράπηκε. Βλέπετε άλλες εποχές τότε.

Μετά από δύο ημέρες χτυπάει το τηλέφωνο ξανά. Να σου ο Πάρης πάλι. Η Ράνια τότε του είπε «δεν ήρθες όπως υποσχέθηκες». Τότε ο Πάρης της εξήγησε πως δεν τα κατάφερε και πως θα χαιρόταν να συναντιόντουσαν έξω από το σχολείο της. Βλέπετε η Ράνια ήταν 18 χρονών, στην τελευταία τάξη του σχολείου. Ο Πάρης ήταν 3 χρόνια μεγαλύτερος της.

Την επόμενη μέρα, αφότου χτύπησε το κουδούνι του σχολείου, η Ράνια συνάντησε για πρώτη φορά τον Πάρη. Με το που κοιτάχτηκαν, μια σπίθα, αμέσως δημιουργήθηκε μεταξύ τους. Παράλληλα, κι οι 2 τους, είχαν ένα κοινό ένοχο μυστικό, που δεν το είχαν πει μέχρι τότε ο ένας στον άλλο. Ποιο ήταν αυτό; Μα φυσικά ότι είχαν δώσει ψεύτικα ονόματα όταν συστήθηκαν στο τηλέφωνο και οι 2. Κατά την αποκάλυψη του μυστικού τους γέλασαν με την καρδιά τους και συστήθηκαν από την αρχή. Τους έλεγαν Καίτη και Γιώργο.

Έκτοτε, πήγαινε κάθε μέρα ο Γιώργος να την πάρει από το σχολείο και της έντυνε κάθε σχολικό βιβλίο της. Της έφερνε λουλούδια κάθε μεσημέρι. Έως ότου ένα μεσημέρι, πήγε να την πάρει ο πατέρας της από το σχολείο. Και τους είδε μαζί. Ξέρετε πως για εκείνη την εποχή αυτό θεωρούταν «παράπτωμα» καθώς δεν τον είχε γνωρίσει και ήταν το «τι θα έλεγε η γειτονιά». Μόλις τους είδε αμέσως η Καίτη προσπάθησε να εξηγήσει και να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Και εκεί έφαγε το ένα και μοναδικό της χαστούκι από τον πατέρα της, ως ένδειξη μη σεβασμού.

Εκείνες τις ημέρες η μητέρα της Καίτης γέννησε την κατά πολλά χρόνια μικρότερη αδερφή της. Έτσι, ο Γιώργος πήρε την πρωτοβουλία και πήγε στο μαιευτήριο να γνωρίσει επίσημα τους γονείς της και να ζητήσει το χέρι της. Και έτσι και έγινε. Με χαρά τον έκαναν γαμπρό τους.

Ο Γιώργος δούλευε στα καράβια και κάθε τόσο έλειπε. Η Καίτη, όντας νοικοκυρά του σπιτιού, γέννησε μετά από λίγα χρόνια τον γιό τους. Και οι δύο, του είχαν μεγάλη αδυναμία. Έζησαν μια ζωή μέσα στη χαρά, στους φίλους, σε γλέντια που διοργάνωναν κατά καιρούς στο σπίτι τους τις γιορτές. Πολλές φορές πέρασαν στενοχώριες και προβλήματα, αλλά μαζί, σαν μια γροθιά. Θυμάμαι μας έπαιρναν, εμάς τα ανίψια τους, μαζί τους σε εκδρομές, για πικ νικ στη θάλασσα, τραγούδια a cappela μέσα στο αμάξι στη διαδρομή, στο Μικρολίμανο στη βαρκούλα του ψαρά για να φάμε το μεσημεριανό φαγητό μας, βόλτες στο Πασαλιμάνι και σε ταβέρνες. Γενικά μια ζωή ευτυχίας και αγάπης. Οι θείοι μας, λοιπόν, μας έδειξαν τον δρόμο για αυτήν τη ζωή. Να τη γευόμαστε με κάθε γεύση που μπορεί να μας αφήνει καθημερινά, άλλοτε πικρή και άλλοτε γλυκιά. Άλλωστε, τα πάντα είναι δανεικά στον κόσμο αυτόν.

Έφτασαν σε μεγάλη ηλικία μαζί. Να φροντίζει ο ένας για τα φάρμακα του άλλου πια. Και με τις μικρές γκρινίτσες τους καθώς είναι το αλατοπίπερο τους. Να αναπολούν τα παλιά. Κάποια μέρα του 2020, ο Γιώργος αρρώστησε με ένα σοβαρό θέμα στους πνεύμονες. Έκτοτε, έμεινε στο σπίτι καθώς δεν μπορούσε χωρίς το μηχάνημα του οξυγόνου του και παρατηρούσε τον κόσμο από το μπαλκόνι του, όπως έκανε όταν ήταν μικρός στο πατρικό του, στην Πειραϊκή. Κλείστηκε ο κόσμος του όπως είπε και του στερήθηκε η χαρά του έξω. Όμως, είχε όλους εμάς και τη θεία μου, να είμαστε δίπλα του και να του μεταφέρουμε την πνοή μας και τον παλμό της ζωής εκεί έξω. Η Καίτη πάντα βράχος δίπλα του, όπως και εκείνος άλλωστε για εκείνη. Φτάνοντας στο σήμερα, σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση υγείας που βιώνει τις τελευταίες μέρες και όλοι είμαστε στο πλευρό του. Γιατί είναι και θα είναι ο θείος της καρδιάς μας.

Το τραγούδι που θα ακούσετε a cappela σήμερα είναι το τραγούδι που μεταφράζει τη ζωή της Καίτης και του Γιώργου, ως σήμερα. Το πώς ήταν γραφτό αυτοί οι άνθρωποι να συναντηθούν στη ζωή και πως η πραγματική αγάπη μπορεί να διαρκέσει για μια ζωή όταν και οι 2 πλευρές το θέλουν και προσπαθούν για αυτό. Μαζί, πέρα από τις χαρές και στα δύσκολα. Στα δύσκολα που ίσως κάποιες φορές δεν έχουν γυρισμό, γιατί; Γιατί έτσι είναι το σύνηθες να καταλήγει η ζωή κάθε ανθρώπου.

Η Αρλέτα το είπε άλλωστε ξεκάθαρα στο τραγούδι της κάποτε. Και δεν μπορεί να περιγράψει καλύτερα αυτό που αισθάνεται και θα αισθάνεται η Καίτη για τον Γιώργο, ο Πάρης για τη Ράνια.

 

Στίχοι:  Μαριανίνα Κριεζή
Μουσική:  Λάκης Παπαδόπουλος

Ακόμα κι αν φύγεις
για το γύρο του κόσμου
θα’ σαι πάντα δικός μου
θα είμαστε πάντα μαζί

Και δε θα μου λείπεις
γιατί θα `ναι η ψυχή μου
το τραγούδι της ερήμου
που θα σ’ ακολουθεί

Τα ήσυχα βράδια
η Αθήνα θ’ ανάβει
σαν μεγάλο καράβι
που θα `σαι μέσα κι εσύ

Και δε θα σου λείπω
γιατί θα `ναι η ψυχή μου
το τραγούδι της ερήμου
που θα σ’ ακολουθεί

Τα ήσυχα βράδια
θα περνάει φωτισμένο
της ζωής μου το τρένο
που θα `σαι μέσα κι εσύ

Και δε θα σου λείπω
γιατί θα `ναι η ψυχή μου
το τραγούδι της ερήμου
που θα σ’ ακολουθεί

Συντάκτης: Μαριάννα Σεργάκη
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη