Μια φορά κι έναν καιρό (όχι πολύ καιρό πριν), ζούσε ένα κορίτσι όμορφο, ξανθό, καλλιεργημένο, από καλή οικογένεια, που βρήκε το αγόρι που πάντα έψαχνε. Ή, αλλιώς, μια φορά κι έναν καιρό, ένα γοητευτικό αγόρι, με πλούτη, δόξα και φήμη, αγάπησε μια κοπέλα όμορφη, ανεξάρτητη και δυναμική. Από όποια πλευρά κι αν το δούμε, το τέλος στα παραμύθια είναι πάντα το πιο αισιόδοξο: έμειναν μαζί, έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Στην πραγματική ζωή, όμως, συμβαίνουν έτσι τα πράγματα; Έχει πάντα την ευτυχισμένη κατάληξη που διαβάζουμε, ακούμε και ενδόμυχα προσδοκούμε;
Ο Τζον Κένεντι Τζούνιορ ήταν απόγονος της πιο λαμπερής κι αναγνωρίσιμης οικογένειας της Αμερικής, τολμώ να πω και του κόσμου. Γιος του προέδρου της Αμερικής, Τζον Φιτζέραλντ, διάσημου πολιτικού, που έδωσε το όνομά του στο αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης (JFK) μετά τη δ@λ@φονία του στο Τέξας το 1963, και της Τζάκι Κένεντι, της πιο εμβληματικής γυναικείας παρουσίας στον κόσμο της μόδας, της πολιτικής και των κοσμικών τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, είδωλο που απασχόλησε εφημερίδες και περιοδικά σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ο Τζον Κένεντι Τζούνιορ ήταν αναπόφευκτο και αναμενόμενο να απασχολεί τόσο τον Τύπο όσο και τον απλό λαό εξ απαλών ονύχων. Μεγάλωσε με στρατιές παπαράτσι να τον κυνηγούν και να ακολουθούν κάθε του βήμα. Όταν έχασε τον πατέρα του στην τρυφερή ηλικία των τριών χρόνων, η φωτογραφία του να χαιρετά το φέρετρό του με στρατιωτικό τρόπο έμελλε να τον σημαδέψει μέχρι τέλους.
Στην ενήλικη ζωή του, κι αφού ταξίδεψε και έζησε σε άλλες χώρες, απέκτησε πτυχίο Νομικής, εργάστηκε στην Εισαγγελία και σε περιοδικά, ίδρυσε εκδοτικό όμιλο, και κάπου εκεί (στα τριάντα και κάτι) γνώρισε τη γυναίκα που έμελλε να του αλλάξει τη ζωή: την Κάρολιν Μπέσετ. Μια όμορφη, λαμπερή, εκλεπτυσμένη γυναίκα, που δραστηριοποιούνταν σε ένα εντελώς αντίθετο πεδίο, αυτόν της διαφήμισης και της μόδας.
Γνωρίστηκαν (σε τυχαία συνάντηση στο πάρκο) όταν εκείνος δεν είχε ξεκάθαρο το τοπίο στην προσωπική του ζωή, αλλά, όπως ομολόγησε, του τράβηξε το ενδιαφέρον αμέσως και η επίδραση που του ασκούσε ήταν καταλυτική. Την επισκέφθηκε στον οίκο μόδας όπου δούλευε και με πρόφαση τον γάμο ξαδέλφου του, ψώνισε περισσότερα ρούχα από αυτά που χρειαζόταν απλώς για να την προσεγγίσει.
Ο έρωτάς τους υπήρξε θυελλώδης. Εκείνος, μαθημένος από προηγούμενες σχέσεις του με διάσημες γυναίκες, παρουσίασε άλλη γυναίκα σε ραντεβού και μια άλλη φορά την έστησε, την έσπρωξε για να μην τους δει μαζί η μητέρα του και τη χώρισε όταν άκουσε και πίστεψε μια σειρά από ανυπόστατες φήμες για το άτομό της. Εκείνη, φύσει ανεξάρτητη γυναίκα και με αυτοπεποίθηση, ήταν αρκετά δυσαρεστημένη από την αντιμετώπισή του. Αλλά ο έρωτάς τους άνθιζε.
Ήταν η γυναίκα που συντάραξε το είναι του, τον ανάγκασε να αλλάξει τον τρόπο που βλέπει τις γυναίκες και την κοσμοθεωρία του για τον γάμο και τη δέσμευση. Αν και η ίδια η Κάρολιν είχε απογοητευτεί που ο Τζον δεν την είχε συστήσει στη μητέρα του, οι ειδικοί αναλυτές επισημαίνουν την απίστευτη ομοιότητα των δύο γυναικών, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι υποσυνείδητα η επιλογή έγινε σκόπιμα. Σύντομα (μετά τον θάνατο της Τζάκι) μετακόμισαν μαζί, αγόρασαν σκύλο και αφοσιώθηκαν στη σχέση τους.
Ο έρωτας με την πρώτη ματιά, εκ μέρους του, βρήκε ανταπόκριση λίγο αργότερα. Η πρόταση γάμου έγινε έναν χρόνο αργότερα και η αποδοχή της άργησε ακόμα έναν χρόνο, λόγω του φόβου της Κάρολιν για την επέμβαση του Τύπου στην προσωπική τους ζωή. Η τελετή του γάμου στήθηκε σε ένα παραμυθένιο σκηνικό, απόλυτα ιδιωτικό, στο νησί της Τζόρτζια και κανένα πλάνο δε διέρρευσε, καμία πληροφορία δε μαθεύτηκε, καμία φωτογραφία δεν κυκλοφόρησε. Κατάφεραν με απόλυτη επιτυχία να κρατήσουν την πιο σημαντική στιγμή της κοινής τους ζωής απόλυτα δική τους.
Από την αρχή της σχέσης τους, η Κάρολιν πανικοβλήθηκε από την τρομερή δημοσιότητα που πήρε ο δεσμός τους. Οι δημοσιογράφοι τούς ακολουθούσαν σε κάθε τους βήμα, σε κάθε τους έξοδο, με αποτέλεσμα να χαθεί η ιδιωτικότητα του ζευγαριού. Παρόλο που η Κάρολιν ήταν εξοικειωμένη με τα Μέσα και την προβολή, λόγω της δουλειάς της, δε φανταζόταν ποτέ την έκταση που θα είχε ο δεσμός τους ή το κυνήγι το οποίο θα καλούνταν να αποφύγει.
Έτσι, έγινε το αναμενόμενο. Τα ανθρωποφάγα ταμπλόιντ τη βάφτισαν με ένα σωρό κοσμητικά επίθετα, από «βασίλισσα του πάγου» μέχρι «σνομπ» και «ακατάδεκτη», προκαλώντας ανεπανόρθωτη ζημιά στον ψυχισμό της. Τους ονόμαζε «αρπακτικά πουλιά», αμφιβάλλοντας αν μπορεί να ζήσει με αυτόν τον τρόπο. Η κρίση στη σχέση τους ήταν αναπόφευκτη. Εκείνος δεν τη στήριζε και δεν την καταλάβαινε, εκείνη ένιωθε μόνη και αβοήθητη. Ξεκίνησαν να βλέπουν σύμβουλο γάμου για να σώσουν ό,τι μπορούσαν και απομακρύνθηκαν σταδιακά. Κανείς δεν ξέρει αν η κατάληξη του γάμου θα ήταν το διαζύγιο, αν δε συνέβαινε το μοιραίο.
Τον Ιούλιο του 1999, το ζευγάρι θα μετέβαινε στον γάμο της ξαδέλφης του Τζον στη Μασαχουσέτη και ο ίδιος αποφάσισε να πιλοτάρει εκείνος το αεροπλάνο, κάνοντας χρήση του διπλώματος που είχε αποκτήσει, παρά τις αντιρρήσεις της γυναίκας του. Αυτό έμελλε να είναι και το τελευταίο τους ταξίδι. Τα ίχνη τους χάθηκαν στον Ατλαντικό Ωκεανό και τα νεκρά κορμιά τους ανασύρθηκαν λίγες μέρες μετά. Ήταν η τραγική κατάληξη σε ακόμα ένα μέλος της οικογένειας Κένεντι, που χάθηκε πρόωρα, αναίτια και ξαφνικά, επιβεβαιώνοντας τις θεωρίες συνωμοσίας που ακολουθούν τη συγκεκριμένη οικογένεια. Ακόμα κι αν κάποιος είναι σφοδρός πολέμιος και διακωμωδεί προλήψεις, δεισιδαιμονίες και τέτοιες θεωρίες, δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστος κι αμέτοχος μπροστά στις τόσες πολλές συμπτώσεις.
Ο έρωτας, ο γάμος, ακόμα και ο θάνατος του ζευγαριού είχαν κάτι το απόκοσμο, το άπιαστο. Ο «πρίγκιπας των ΗΠΑ», ακολούθησε τη μοίρα των προγόνων του, τη βαριά κληρονομιά που του άφησαν, και πέρασε στη σφαίρα του μύθου. Ένα ζευγάρι που έφυγε μαζί σε ένα ανολοκλήρωτο ταξίδι.