Να σκαλίζεις ή όχι τα απωθημένο σου; Μια φωτογραφία, ένα τραγούδι, ένα ξεχασμένο μπλουζάκι, μια οδός, ένα ανοιχτήρι, μια συζήτηση που έμεινε στη μέση, θα μας θυμίζει πάντα μια ξεχασμένη ιστορία μας από τα παλιά, που θάψαμε καλά μέσα μας.

Η ζωή προχωράει βέβαια και θεωρητικά κι εμείς μαζί. Βάζουμε νέα πρόσωπα στη ζωή μας, άλλοι μπήκαν και βγήκαν με το καλημέρα, άλλοι ήρθαν για να μείνουν. Κάπως έτσι αφήνουμε πίσω μας, ό,τι δεν έχει θέση στη ζωή μας, ο κάθε ένας για τους δικούς του προσωπικούς λόγους. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν και τα απωθημένα που μπαινοβγαίνουν στη ζωή μας με το έτσι θέλω. Άτιμα απωθημένα, όσο και αν τα θάβεις μέσα σου, κάπως, κάπου ξεπετάγονται από το πουθενά. Και συνήθως τα βράδια, που μας τρώνε οι σκέψεις. Πότε βυθισμένοι στη μοναξιά μας, και πότε με παρέα, ο νους μας τρέχει αλλού. Σε κάτι σκαλώματα που φάγαμε και με τον καιρό έγιναν αγιάτρευτα απωθημένα.

Κάπως έτσι έφαγα κι εγώ ένα διαχρονικό σκάλωμα για λόγους που δεν έχουν και τόση σημασία, μιας και η ουσία παραμένει ίδια: ότι δημιούργησα το δικό μου αποκτημένο απωθημένο. Αν κι από όσα έχουν συμβεί η κατάσταση ήταν/ είναι αμοιβαία, φανήκαμε πολύ δειλοί για να την πάρουμε στα χέρια μιας, κι ας δηλώναμε πως δεν ήμασταν ποτέ μας. Αυτή είναι, λοιπόν, η δική μου ιστορία.

Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω τι μου λείπει περισσότερο. Η Αθήνα ή εσύ. Μάλλον, και τα δυο. Ή μάλλον η Αθήνα, γιατί τη λάτρεψα μέσα από τα μάτια σου. Όταν πρώτο μετακόμισα σε αυτή τη ζούγκλα, όπως την έλεγαν πολλοί, ένιωσα μια σιγουριά, λες κι εδώ πραγματικά ανήκω. Υπήρχε αλλιώτικος αέρας, η κουλτούρα που διαχέονταν παντού, έτρεφε την έμπνευσή μου και μια ελευθερία με οδηγούσε να βρω τον εαυτό μου μέσα στο χάος της. Τη ζούγκλα, δεν τη βίωσα ποτέ στο πετσί μου. Παρά μια σιγουριά. Ίσως γιατί μέσα στο χάος της, εγώ βρήκα εσένα.

Είχες μια αλλιώτικη χροιά κι ένα βλέμμα, λες και μίλαγες για το σπίτι σου, που δεν ήθελες να αποχωριστείς ποτέ. Μέσα από τα μάτια σου, ακόμη και η πιο άσχημη γωνία της, λοιπόν, μου αποκάλυπτε κάτι το περίεργα όμορφο. Η πλατεία Μαβίλη, ο σταθμός του μετρό Αμπελόκηποι, τα γκράφιτι στα Εξάρχεια, ο Υμηττός που χαζεύαμε παρέα. Όλο και κάποια γωνία αυτής της ζούγκλας είχε την αύρα σου.

Ίσως να μου έλειψες εσύ στην πόλη αυτή, τελικά, τώρα που το ξανασκέφτομαι. Η στιγμή στο μπαλκόνι, με τον Υμηττό στο πιάτο και η Αθήνα μας να φωτίζει τις νύχτες μας. Δε σου κρύβω πως υπήρξαν στιγμές που ευχήθηκα να γυρνούσε ο χρόνος πίσω και να χαζεύαμε τη θέα παρέα, όσο εσύ στρίβεις άλλο ένα τσιγάρο, με το βλέμμα σου καρφωμένο στα μάτια μου. Κι εγώ, να αναλογίζομαι πώς ο χρόνος μπορεί και δεν κυλάει αδιάκοπα μαζί σου.

Καμία φορά αναρωτιέμαι αν ερωτεύτηκα την Αθήνα γιατί εκεί ερωτεύτηκα εσένα, δίχως να το καταλάβω και δίχως να στο εκμυστηρευτώ ποτέ μου. Μάλλον γιατί μου πήρε 2 χρόνια για να το παραδεχτώ στον εαυτό μου. Πώς, τι, και γιατί δεν ξέρω. Αλλά όπως και να έχει, εγώ θα είμαι πάντα ερωτευμένη με αυτή τη ζούγκλα πόλη που κάθε γωνία της κρύβει ένα κομμάτι που θα μου θυμίζει εσένα κι έναν ανεκπλήρωτο έρωτα που ζήσαμε μοναχοί. Γιατί καμία φορά ο έρωτας θέλει κότσια για να τον ζήσεις με παρέα.

Ίσως κάποτε, όλα αυτά που δεν είπαμε, να τα πούμε ένα βράδυ με θέα την Αθήνα, αγκαλιά, μέχρι να μας βρει και πάλι το ξημέρωμα.

Υ.Γ. Οι έρωτες που δε ζήσαμε μας σημαδεύουν.

Συντάκτης: Τόνια Κωνσταντίνου