Ξημερώνει 28η Οκτωβρίου 2024, 84 χρόνια από την ημέρα εκείνη που σύσσωμος ο Ελληνικός λαός αναφώνησε μέσω της φωνής του Ιωάννη Μεταξά το μεγάλο «ΟΧΙ» στον Ιταλό πρέσβη Εμανουέλε Γκράτσι. Λίγο μετά τις 3 τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940, η τότε Ιταλική κυβέρνηση απέστειλε στην Ελλάδα ιδιόχειρο τελεσίγραφο, μέσω του Ιταλού πρέσβη τους που κατέφθασε στην Αθήνα, στο σπίτι του Ιωάννη Μεταξά. Η τότε Ιταλική κυβέρνηση απαιτούσε να έχει ελεύθερη διέλευση από την Ελληνοαλβανική μεθόριο. Στη συνέχεια, θα καταλάμβανε στρατηγικά σημεία της Ελλάδας, όπως για παράδειγμα λιμάνια και αεροδρόμια κτλ. για τις ανάγκες τους μέχρι να προωθηθούν μετέπειτα στην Αφρική. Μόλις ο Μεταξάς διάβασε το κείμενο, κοίταξε τον Ιταλό πρέσβη και του έδωσε την εξής απάντηση στα Γαλλικά, η οποία ήταν επίσημη διπλωματική γλώσσα, «Alors, c’est la guerre». Η ιστορική αυτή φράση του σήμαινε «Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμο». (Απομνημονεύματα του Εμανουέλε Γκράτσι, 1945).

Αυτό ήταν, ο κύβος ερρίφθη. Η άρνηση αυτή σήμανε την είσοδο της Χώρας στο Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Στις 5:30 ξεκίνησε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος με αιφνιδιαστική εισβολή στην Ήπειρο, ενώ το τελεσίγραφο έγραφε ότι η επίθεση θα ξεκινούσε στις 6.

Όλα τα παραπάνω στηρίζονται σε επίσημα ιστορικά δημοσιεύματα και δημοσιογραφικές πηγές. Σε αυτό το σημείο, αξίζει να σημειωθεί, ότι η λέξη «ΟΧΙ» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως τίτλος σε κεντρικό άρθρο της εφημερίδας ‘Ελληνικό Μέλλον’, του Ν. Ευστρατίου στις 30 Οκτωβρίου 1940.

Υπάρχει, όμως, και μια άλλη πλευρά του πολέμου αυτού, της Κατοχής και όλων των καταστάσεων που βίωνε όλος ο κόσμος τότε στην Ελλάδα. Θα ζήσουμε για λίγο ιστορίες των απλών πολιτών, γεμάτες αιματηρούς αγώνες που το σύνολο τους συνέβαλε στο να δημιουργηθεί το έπος του ’40, έτσι όπως ονομάστηκε και όχι άδικα. Οι άνθρωποι που μου δίδαξαν την ιστορία αυτού του πολέμου μέσα από τα δικά τους μάτια ήταν η γιαγιά Γαρυφαλιά και ο παππούς Κώστας. Δύο νέοι της εποχής εκείνης που έζησαν στο πετσί τους την Κατοχή από τους Ιταλούς και αμέσως μετά από τους Γερμανούς.

 

Γιαγιά Γαρυφαλιά, απόσπασμα αφήγησης 2000.

΄Έδωσε ο Θεός την ημέρα παιδί μου και ξημερώματα βγαίνει το διάγγελμα του τότε Πρωθυπουργού της Ελλάδας. Και ύστερα έρχεται αυτός ο τρομακτικός ήχος.. των σειρήνων που μας επιβεβαίωσε την είδηση πως βρισκόμαστε σε πόλεμο. Ο παππούς σου δούλευε στα ναυπηγεία και βοηθούσε το ναυτικό μας, οπότε και δε χρειάστηκε να καταταγεί. Οι νέοι τότε με ενθουσιασμό κατά χιλιάδες πήγαιναν να καταταγούν. Είχαν πέντε ημέρες προθεσμία για να παρουσιαστούν. Οι εφημερίδες έγραψαν ότι το 80% παρουσιάστηκε την πρώτη ημέρα. Και έτσι ήταν. Εκείνη η ημέρα ήταν η πιο μεγάλη και λαμπρή γιορτή για όλους τους Έλληνες. Σημαίες κυμάτιζαν στα χέρια των ανθρώπων με πάθος, π0λεμικά εμβατήρια και οι εκφωνητές στο ραδιόφωνο έδιναν τη δική τους πνοή και δύναμη. Ήθελε να έχεις θάρρος και «κότσια» για να φτάσεις να είσαι ένα βήμα πριν χάσεις πιθανόν τη ζωή σου για την απελευθέρωση της χώρας σου από τον εχθρό. Ο εχθρός πλέον καραδοκούσε παντού.΄

 

Παππούς Κώστας, απόσπασμα αφήγησης 1992.

‘Ξέρεις γιατί για τους Έλληνες εκείνη η ημέρα μεταφράστηκε σε λαμπρή γιορτή; Γιατί ήταν ενωμένοι απέναντι στον εχθρό. Όλοι τότε παλεύαμε για μια καλύτερη ζωή. Η φτώχεια υπήρχε σχεδόν σε όλα τα νοικοκυριά. Λίγες οικογένειες θα έλεγες πως ζούσαν άνετα. Οπότε σχεδόν όλοι γνωρίζαμε τι σημαίνει να πασχίζεις για να ζήσεις. Και ύστερα, μας ένωνε η εξής φράση «νυν υπέρ πάντων αγών» (μτφρ. «τώρα, αγώνας για τα πάντα»), το να μείνουμε ελεύθεροι. Παρόλο, που η κοινωνία μας τότε ήταν κουρασμένη, όλοι ενωθήκαμε για το κοινό καλό. Γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένοι, ιδρύματα, η Εκκλησία και πολλοί οργανισμοί ενώθηκαν και συμμετείχαν ενεργά στην ενίσχυση του μετώπου και σε ό,τι δεν μπορούσε να καλύψει το κράτος.’

‘Περνούσαν οι μήνες και πολλοί στρατιώτες της πρώτης γραμμής είτε δε γυρνούσαν ποτέ ξανά πίσω στις οικογένειες τους, είτε γυρνούσαν τραυματισμένοι. Ο Ερυθρός Σταυρός τότε, βοήθησε πάρα πολύ, με όλες τις νοσοκόμες έτοιμες για τα χειρουργεία και την περίθαλψη των στρατιωτών μας. Εκείνες, όμως, οι γυναίκες που πολεμούσαν με την ψυχή τους και το «έλεγε» η καρδιά τους, ήταν οι γυναίκες που διοργάνωναν συσσίτια, που έπλεκαν τη «Φανέλα του Στρατιώτη» γιατί ο χειμώνας ήταν βαρύς και πάγωναν όλα στο πέρασμα του. Ταυτόχρονα, ήταν οι γυναίκες που μοχθούσαν και προσέφεραν από το υστέρημα τους ό,τι μπορούσαν για να βοηθήσουν. Παράλληλα, οι γυναίκες της επαρχίας μαζί με τα παιδάκια, προσπαθούσαν να συνεχίσουν να παράγουν λαχανικά και φρούτα, για να προσφέρουν και εκείνοι στο έργο αυτό.’

 

Γιαγιά Γαρυφαλιά, απόσπασμα αφήγησης 2004.

‘Παιδί μου, ζήσαμε πολλές άσχημες καταστάσεις στην Κατοχή. Πείνα, φτώχεια, κακουχίες και εξαθλίωση. Να βλέπεις παιδιά μικρά με φουσκωμένη κοιλιά από τυμπανισμό γιατί δεν είχαν να φάνε, να πεθαίνουν στις γύρω αυλές. Να παίρνουμε πολύ λίγα πράγματα και τρόφιμα, σε σημείο που να τρεφόμαστε από τις φλούδες της πατάτας που τις βράζαμε για να φάμε για να στηλωθούμε. Λάδι; Πρέπει να ήσουν πολύ τυχερός για να βρεις ελάχιστη ποσότητα και αυτό αν μπορούσες να το αγοράσεις. Φάρμακα; Πολύ δύσκολα. Το μόνο που μπορούσαμε να πάρουμε και αυτό μια φορά την εβδομάδα, ήταν η μπομπότα. Την έφτιαχναν από χυλό καλαμποκάλευρου. Ήταν το ψωμί της Κατοχής.’

‘Εγώ και ο παππούς σου ήμασταν στην αντίσταση. Πάρα πολλά άτομα ήταν και όλοι μας εννοείται κρυφά. Γιατί όποιος Γερμανός ή Ιταλός στρατιώτης μας έβρισκε, θα μας σκότωνε επιτόπου. Θέλαμε να αφυπνίσουμε τον κόσμο, να τον κάνουμε να συνεχίσει να παλεύει για να απελευθερωθεί. Είχαν απογοητευτεί και κουραστεί όλοι από την Κατοχή και πίστευαν πως δε θα τα καταφέρουμε. Επομένως, ήθελε αρετή και τόλμη για να βγεις και να μεταφέρεις πάνω σου σημαντικές πληροφορίες εξουδετέρωσης του εχθρού αλλά και τις λεγόμενες «προκηρύξεις», δηλαδή μηνύματα προς τον λαό για να πάρει δύναμη να ανταπεξέλθει και να συνεχίζει να πολεμά. Κρυβόμασταν σε υπόγεια σε ξεχασμένα σπίτια και παράλληλα είχαμε τον φόβο για τυχόν βομβαρδισμούς. Σε πολλές περιοχές είχαν μείνει ερείπια πια μόνο να τις θυμίζουν. Τα παράθυρα μας κλειστά και στα τζάμια ταινίες που σχημάτιζαν ένα μεγάλο Χ.’

‘Ένα βράδυ, γύρω στις 10:30, ο παππούς σου είχε συναντηθεί με την ομάδα της αντίστασης και γυρνούσε με έναν πάκο προκηρύξεις στο μπουφάν του, με το ποδήλατο. Υπήρχε απαγόρευση της ώρας αλλά λόγω του ναυπηγείου ο Κώστας είχε ευέλικτο ωράριο επιστροφής. Έφτασε η ώρα που τον σταμάτησαν κάποιοι Γερμανοί στρατιώτες για να τον ρωτήσουν γιατί είναι έξω τέτοια ώρα. Οι προκηρύξεις ένα βήμα πριν βγουν από το μπουφάν του καθώς χωρούσαν τσίμα-τσίμα εκεί μέσα. Αν τον έπιαναν θα πέρναγε βασανιστήρια που όμοια τους δεν υπήρχαν. Ο Κώστας τότε αφού τον άφησαν να φύγει οι Γερμανοί και ενώ ήξερε πως υπάρχει πιθανότητα να τον πιάσουν σε λίγο αν τον ακολουθούσαν ή αν έφευγε έστω και μια «προκήρυξη» από πάνω του, συνέχισε θαρραλέα και με μεγάλη γενναιότητα την πορεία του. Συμμετείχε ενεργά σε πολλούς αγώνες της αντίστασης με αποτέλεσμα να αφυπνίσει αλλά και να σώσει ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ανθρώπων.’

 

Παππούς Κώστας, απόσπασμα αφήγησης 1992.

‘Η γιαγιά σου και αυτή συμμετείχε στην αντίσταση, γράφοντας χιλιάδες «προκηρύξεις», κάθε βράδυ, για να εμψυχώσει τον Ελληνικό λαό. Έπλεκε και προσπαθούσε όποιο παιδάκι έβλεπε να κρυώνει να του δίνει ένα κασκόλ ή ό,τι είχε καταφέρει να πλέξει. Όποιον πεινασμένο άνθρωπο συναντούσε στον δρόμο της, έστω και αν είχε να φάει εκείνη μόνο το ζουμί από φλούδες πατάτες βρασμένες, να του δώσει να φάει. Ήταν πολύ γενναία. Καθώς πολλές γυναίκες και μικρά κορίτσια είχαν να αντιμετωπίσουν πολλούς Γερμανούς στρατιώτες οι οποίοι τις παρενοχλούσαν στον δρόμο όταν τις έβρισκαν.’

‘Κι έφτασε το τέλος του πολέμου, 1944. Ερείπια παντού, ερημωμένες πόλεις αλλά το χαμόγελο των Ελλήνων να συνεχίζει ακάθεκτο να υπάρχει στα πρόσωπα τους και αυτήν τη φορά με το αίσθημα της νίκης ζωγραφισμένο στην ψυχή όλων μας.’

‘Παιδί μου το ηθικό δίδαγμα από όλο τον Πόλεμο ήταν η ένωση των Ελλήνων και το να παραμείνεις άνθρωπος αντιμετωπίζοντας τις συνθήκες ενός τεράστιου Π0λέμου.’

 

Πηγή εικόνας: lifo

Συντάκτης: Μαριάννα Σεργάκη
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη