Ήρθε η εποχή που το πρωί κάνει κρύο.
Βγαίνει ο ήλιος, μα δαγκώνει.
Μπορεί να λάμπει έντονα και να σε ξεγελά.
Και τότε ήταν που ξεγελάστηκα κι εγώ, σε έπιασα από το χέρι και ξεκινήσαμε.
Ο δρόμος μας έβγαλε στα δάση, στις παραλίες και σε μέρη πανέμορφα αλλόκοτα.
Με χέρια πλεγμένα, απολαμβάνοντας την ηλιόλουστη μέρα.
Με το κρύο να μας κάνει να ερχόμαστε πιο κοντά.
Συνειδητά;
Πάντως, εκεί κοντά σου, μου άρεσε.
Και δεν ήθελα να φύγουμε.
Ο δρόμος δεν έπρεπε να τελειώσει.
Η στιγμή έπρεπε να μείνει και να πλανάται αέναα.
Μέσα της να παραμείνουμε εμείς,
άτρωτοι από το χωροχρόνο και ανθεκτικοί στις φθορές που προκαλεί.
Τα καταφέραμε τελικά;
Ο χρόνος θα δείξει!