«Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά; Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα!» γράφει και τραγουδά ο σπουδαίος Διονύσης Σαββόπουλος κι είναι αλήθεια, μιας και τα παιδιά έχουν τρομερή διαίσθηση. Καταλαβαίνουν πότε είσαι καλά, πότε πονάς, πότε θες να βάλεις τα κλάματα. Πολλοί συνηθίζουν να λεν πως «παιδί είναι, δεν καταλαβαίνει, δεν πονάει ή τουλάχιστον δεν πονάει τόσο όσο ένας ενήλικας». Μέγα λάθος.
Ίσως τίποτε στον κόσμο τούτο δε δημιουργεί στο άκουσμά του και μόνο την ίδια αποκρουστική αίσθηση, όσο ο θάνατος. Ο θάνατος είναι εκείνο, με το οποίο όλοι μας, καθημερινά, αναμετριόμαστε. Παλεύουμε να τον νικήσουμε και δημιουργούμε, μάλιστα, την πεποίθηση πως ίσως και να τα καταφέρουμε. Όμως, ο θάνατος αποτελεί την αναπόδραστη μοίρα μας. Κανείς ποτέ δεν κατάφερε να γλιτώσει και γι’ αυτό θα πρέπει να τον αντιμετωπίζουμε με την ίδια γλύκα και δύναμη που αντιμετωπίζουμε και τη ζωή.
Οι ενήλικες, ωστόσο, φοβούνται να μιλήσουν στα παιδιά για τον θάνατο. Δεν ξέρουν τον τρόπο να το κάνουν. Πιστεύουν άλλοτε πως το θέμα αυτό είναι αρκετά ευαίσθητο για ένα παιδί κι άλλοτε πάλι θεωρούν πως ένα παιδί δεν μπορεί – δεν είναι σε θέση- να καταλάβει τι είναι ο θάνατος. Γι’ αυτό, επιλέγουν να σωπάσουν, να μη θίξουν αυτό το θέμα ή να πλάσουν παραμύθια για αγγέλους ψηλά στον ουρανό και για μακρινά ταξίδια. Ασφαλώς και τα παιδιά καταλαβαίνουν βαθιά μέσα τους τι σημαίνει πως ο παππούς πήγε ένα μακρινό ταξίδι ή ότι η μαμά τους είναι ψηλά στον ουρανό, όσο όμορφα κι αλληγορικά κι αν το τοποθετούμε.
Η επιστήμη της ψυχολογίας, ανάλογα με την ηλικία, στην οποία βρίσκεται το παιδί, και το περιβάλλον, στο οποίο μεγαλώνει, υποστηρίζει πως ο θάνατος γίνεται αντιληπτός υπό διαφορετικό πρίσμα. Για παράδειγμα, επιστημονικές έρευνες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα πως τα παιδιά έως πέντε ετών δεν είναι σε θέση να καταλάβουν τη μονιμότητά του. Εκείνο, όμως, που καταλαβαίνουν είναι τα συναισθήματα των άλλων ανθρώπων, που κλαίνε τον αποθανόντα. Η θλίψη και ο πόνος μεταδίδονται σε ένα παιδί τόσο εύκολα όσο και η χαρά. Μέσω αυτών, λοιπόν, των αγνών συναισθημάτων, που προκαλεί η απώλεια, ένα νήπιο καταλαβαίνει πως κάτι (κακό) έχει συμβεί.
Τα πράγματα έχουν διαφορετικά, όταν μιλάμε για μεγαλύτερα παιδιά. Τα παιδιά από πέντε έως δέκα ετών είναι πια σε θέση να αντιληφθούν την τραγικότητα του θανάτου. Γνωρίζουν την αναστρεψιμότητα, που αυτός συνεπάγεται, όμως, επειδή ο ψυχικός τους κόσμος είναι ακόμη εύθραυστος και δεν μπορούν να διαχειριστούν όλα όσα νιώθουν, επιλέγουν να αγνοούν αυτό το γεγονός και να θυμούνται τον αποθανόντα μόνον όταν το έχουν ανάγκη.
Πολλά παιδιά σε αυτή την ηλικία, αποφεύγουν να μιλούν για τον θάνατο του αγαπημένου τους προσώπου ή μιλούν γι’ αυτόν με λόγια σκληρά στην προσπάθειά τους να ισορροπήσουν τα συναισθήματα της θλίψης, της οργής, της άρνησης. Τα συναισθήματα, βέβαια, αυτά μπορούν να τα επεξεργαστούν καλύτερα τα παιδιά στην εφηβεία. Τότε, τα πράγματα έχουν σχεδόν ξεκαθαρίσει πλήρως. Οι έφηβοι ξέρουν -δηλαδή έχουν κατακτήσει αυτή τη γνώση- πως ο θάνατος είναι οριστικός και αμετάκλητος. Αντιλαμβάνονται τον θάνατο, σχεδόν, όπως και οι ενήλικες.
Τα παιδιά, όμως, ανεξάρτητα από την ηλικία τους, ξέρουν. Πάντα ξέρουν. Βιωματικά το λέω αυτό. Και ανεξάρτητα από το αν θα επιλέξεις να επικοινωνήσεις και να ονοματίσεις τον θάνατο στο παιδί, εκείνο πάντα θα καταλαβαίνει και πάντα θα πονάει. Μην υποτιμάς τον πόνο του και μην τον μετριάζεις. Αν σε κάτι υστερούν τα παιδιά σε σχέση με τους ενήλικες, είναι μόνο πως δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν τις επιπτώσεις που θα έχει η απώλεια του αγαπημένου τους προσώπου στην καθημερινότητά τους. Δυσκολεύονται να προσαρμοστούν σε ένα περιβάλλον, από το οποίο λείπει ο νεκρός. Δεν υστερούν στον πόνο. Δεν πονούν λιγότερο, γιατί «είναι παιδιά και δεν καταλαβαίνουν».
Αντιθέτως, πονούν διπλά. Πονούν, εν πρώτοις, γιατί αρχίζουν να συνειδητοποιούν πως δε θα ξαναδούν (σύντομα τουλάχιστον) εκείνο το πρόσωπο που έφυγε, δε θα ξαναπαίξουν μαζί του, δε θα τρέξουν ποτέ ξανά στο δωμάτιο αναζητώντας την αγκαλιά του. Αυτόν τον πόνο, τον αντέχουν τα παιδιά, όπως και οι ενήλικες. Μπορεί να χρειάζεται λίγος χρόνος για να επουλωθεί αυτή η πληγή, όμως, επιβιώνουμε οι άνθρωποι από τον πόνο, τον αντέχουμε, σε κάθε ηλικία.
Εκείνο, όμως, που βαραίνει την καρδιά ενός παιδιού, που είναι και ο λόγος, για τον οποίο η απώλεια στην παιδική ηλικία σε στιγματίζει, είναι ο πόνος για όλα όσα δεν πρόλαβε να ζήσει με τον άνθρωπο που τώρα έφυγε. Το παιδί, που χάνει τον παππού ή τον γονιό του πονάει τόσο όσο και οι ενήλικες. Ταυτόχρονα, όμως, πονάει πιο πολύ, γιατί δεν έχει προλάβει να δημιουργήσει εκείνες τις όμορφες αναμνήσεις που έρχονται τα βράδια στον ύπνο μας και απαλύνουν τον πόνο. Αυτός ο παιδικός πόνος λανθάνει, κρύβεται βαθιά στην καρδιά και στην ψυχή του παιδιού. Κι ο άτιμος εμφανίζεται με υποδειγματική μαεστρία όσο το παιδί μεγαλώνει και γίνεται άνθρωπος, έτοιμος, να πιάσει τη ζωή από τα χέρια και να πορευτεί. Και φυσικά αυτός ο πόνος σε σημαδεύει και σε ακολουθεί πάντα. Γιατί δύσκολα κλείνει αυτή η πληγή.
Βλέπεις, το παιδί δεν έχει στη φαρέτρα του αναμνήσεις από διακοπές, ταξίδια, συμβουλές, συζητήσεις, βόλτες, βαρετά απογεύματα στο σπίτι ή ακόμη και τσακωμούς, έριδες, διαφωνίες, ώστε να γελάει το χείλι του στη μνήμη του αγαπημένου προσώπου. Το παιδί δεν έχει τίποτα από αυτά που απαλύνουν τον ενήλικο πόνο. Άντε το πολύ πολύ μιά- δυό φωτογραφίες και διηγήσεις τρίτων. Αλλά αυτά δεν αρκούν. Δεν αρκούν, ώστε να γνωρίσεις τον αποθανόντα και να νιώσεις ευγνωμοσύνη για τη δωρεά, που έλαβες, και την ευλογία που αξιώθηκες από το πρόσωπο που τώρα σού λείπει.
Είναι, μεταξύ άλλων, ένα μεγάλο κόσκινο αυτή η εμπειρία και σού μαθαίνει να μη λυγίζεις στα δύσκολα, να μην τα παρατάς. Κι έτσι, θα κάνει πάντα ό,τι περνά από το χέρι του για να γιατρέψει εκείνο που το πλήγωσε και το τραυμάτισε στα παιδικά του χρόνια και θα μάθει γλυκά, με τρόπο απότομο και σκληρό, πως πάντα ο ήλιος ξαναβγαίνει και η ζωή δε σταμάτησε ποτέ.