Υπάρχει πιο δυνατό και μεγαλειώδες συναίσθημα από την αγάπη; Αγάπη άδολη, αγάπη που δε μας βάζει σε διλήμματα και που η δύναμη των δυο είναι ικανή να γκρεμίσει κόσμους. Τι γίνεται όμως όταν η αγάπη αυτή δεν είναι πάντα ανταποδοτική; Όταν είμαστε με κάποιους που νιώθουμε πως δε μας αγαπούν πλέον αλλά δε μας αφήνουν να φύγουμε; Σε όλους μας έχει συμβεί μια τέτοια μπερδεμένη κατάσταση. Όταν όλα γύρω μας φωνάζουν πως έχει τελειώσει το συναίσθημα, πως έχει χαθεί το ενδιαφέρον, πως δεν είμαστε πρώτη προτεραιότητα και πως η ευτυχία ξεμακραίνει μέρα με τη μέρα.

Μέχρι που παίρνουμε την απόφαση να τερματίσουμε τη σχέση. Και εκεί ξεκινάνε τα δύσκολα. Ακούμε δεκάδες υποσχέσεις πως δε θέλουν να μας χάσουν, πως θα προσπαθήσουν να μας κρατήσουν, πως θα παλέψουν για τη σχέση, πως δεν είχαν καταλάβει ότι φτάσαμε ως εδώ. Καλωσορίσαμε κοινώς στον φαύλο κύκλο της σχέσης και κατ’ επέκταση της προσωπικής μας ζωής. Άντε πάλι από την αρχή μπερδεμένοι να ξανασκεφτούμε αν πρέπει να δώσουμε μια δεύτερη ευκαιρία. Και μία και δύο και δέκα κι ο κύκλος δε θα κλείσει ποτέ.

Ποτέ δεν είπαμε πως η αγάπη δεν έχει βάσανα. Αλλά στο ισοζύγιό της οι χαρές θα πρέπει να είναι περισσότερες από τα προβλήματα και η ευτυχία μεγαλύτερη από τη στεναχώρια. Τι νόημα έχει να μένουμε σε σχέσεις που μας αγχώνουν και δε μας ηρεμούν. Τι κερδίζουμε όταν οι μέρες κυλούν με εντάσεις και καβγάδες και όχι απολαμβάνοντας τις κοινές στιγμές. Όταν κοιτάζουμε τον εαυτό μας και σκεφτόμαστε πως έχει χαθεί η γαλήνη από την ψυχή μας. Κι αν αναρωτιόμαστε πώς θα το αντιληφθούμε, ας πούμε πως η διαίσθηση μας δε μας προδίδει ποτέ. Όχι, δε μας αγαπούν όταν δε μας δίνουν προσοχή. Δε μας αγαπούν όταν παραβλέπουν ή επικρίνουν τις ανάγκες και τα συναισθήματά μας. Ναι, είναι πολύ εύκολο να το καταλάβουμε όταν δε μας αγαπούν, αλλά πολύ δύσκολο να το αποδεχτούμε. Γιατί η στιγμή της αποδοχής προϋποθέτει και το μαχαίρι στο κόκαλο και αποφάσεις που έχουν να κάνουν με τη ζωή μας.

Γιατί δεν τελειώνει μια τέτοια σχέση; Γιατί θρέφουμε ένα τέρας αντί να το σκοτώσουμε, και παρόλο που καταλήγουμε να αισθανόμαστε πως δε μας αγαπούν, γοητευόμαστε όταν αισθανόμαστε πως δε μας αφήνουν να φύγουμε. Πόσες φορές μπερδεμένοι καταλήγαμε πως ίσως τελικά να αγαπάμε και ‘μεις με ένα διαφορετικό τρόπο που μας απαγορεύει να ζούμε χωριστά. Κι έτσι γεννιέται η πλάνη της δήθεν ευτυχίας.

Στην ερώτηση, λοιπόν, «γιατί δε μας αφήνουν να φύγουμε;» καταλήγουμε στους εξής λόγους:

1. Ο εγωισμός και οι εγωιστικές ανάγκες των συντρόφων μας δεν τους επιτρέπουν να το ομολογήσουν. Ενδόμυχα ξέρουν πως τα συναισθήματά τους έχουν ξεφουσκώσει αλλά νιώθουν πως μας χρειάζονται. Μας χρειάζονται γιατί μας έχουν ανάγκη; Γιατί δεν μπορούν να είναι μόνοι; Γιατί δεν έχουν βρει κάτι άλλο; Σίγουρα όμως δε μας χρειάζονται γιατί μας αγαπούν.

2. Υπάρχουν και ‘κείνοι οι άνθρωποι που τρελαίνονται στην ιδέα πως κάποιος άλλος θα τους αντικαταστήσει. Μας θεωρούν λίγο κεκτημένο τους, ιδιοκτησία. Ο φόβος ενός χαμού θρέφει την υπερηφάνεια και τον εγωισμό με αποτέλεσμα να μη μας αφήνουν να φύγουμε.

3. Προσωπικά θεωρώ πως ο πιο σημαντικός λόγος είναι η έλλειψη ωριμότητας. Πως κάποιοι δεν έχουν μάθει να αγαπάνε, παρά μόνο να αγαπιούνται. Έτσι τους έμαθαν; Έτσι τους φέρθηκαν; Όπως και να ‘χει δεν ξέρουν και ίσως να μη μάθουν ποτέ να ανταποδίδουν αγάπη.

Αν νιώθουμε πως είμαστε σε μια τέτοια κατάσταση, πρέπει να σταματήσουμε να δίνουμε παρατάσεις χρόνου νομίζοντας πως κάτι θα αλλάξει. Αντιθέτως, θα μεγεθύνεται το πρόβλημα και ίσως χειροτερέψει φτάνοντας και σε ακραίες –ευχόμαστε όχι– συμπεριφορές. Τι κάνουμε λοιπόν; Αναλύουμε την κατάσταση και τα δεδομένα και καταλήγουμε στα συμπεράσματά μας. Ζητάμε από τους συντρόφους να κάνουμε μια ειλικρινή κουβέντα, προσπαθώντας να κατανοήσουμε τους λόγους που μας φέρονται έτσι.

Το επόμενο βήμα είναι να φύγουμε από τη σχέση. Προχωράμε παρακάτω. Δεν αξίζει τον κόπο. Τίποτα που μας πονάει, μας στεναχωρεί, μας περιορίζει και μας μαραζώνει λίγο – λίγο δεν αξίζει να είναι στη ζωή μας. Αυτό που έχουμε δεν είναι αγάπη. Να φεύγουμε, κι αν δεν μπορώ τώρα να το φωνάξω δυνατά για να το ακούσει αυτός που το χρειάζεται, θα αφήσω το ποίημα του Μενέλαου Λουντέμη, να τα πει καλύτερα:

Να μάθεις να φεύγεις  

Από την ασφάλεια τρύπιων αγκαλιών.

Από χειραψίες που σε στοιχειώνουν.

Από την ανάμνηση μιας κάλπικης ευτυχίας.

Να φεύγεις !

Αθόρυβα, σιωπηλά, χωρίς κραυγές, μακρόσυρτους αποχαιρετισμούς.

Να μην παίρνεις τίποτα μαζί, ούτε ενθύμια, ούτε ζακέτες για το δρόμο.

Να τρέχεις μακριά από δήθεν καταφύγια κι ας έχει έξω και χαλάζι.

Να μάθεις να κοιτάς βαθιά στα μάτια όταν λες αντίο κι όχι κάτω ή το άπειρο.

Να εννοείς τις λέξεις σου, μην τις εξευτελίζεις, σε παρακαλώ.

Να μάθεις να κοιτάς την κλεψύδρα, να βλέπεις πως ο χρόνος σου τελείωσε.

Όχι αγκαλιές, γράμματα, αφιερώσεις, κάποτε θα ξανασυναντηθούμε αγάπη μου (όλα τα βράδια και τα τραγούδια δεν θα είναι ποτέ δικά σας).

Αποδέξου το.

Να αποχωρίζεσαι τραγούδια που αγάπησες, μέρη που περπάτησες.

Δεν έχεις τόση περιορισμένη φαντασία όσο νομίζεις.

Μπορείς να φτιάξεις ιστορίες ολοκαίνουριες, με ουρανό κι αλάτι.

Να θυμίζουν λίγο φθινόπωρο, πολύ καλοκαίρι κι εκείνη την απέραντη Άνοιξη.

Να φεύγεις από εκεί που δε σου δίνουν αυτά που χρειάζεσαι.

Από το δυσανάλογο, το μέτριο και το λίγο.

Να απαιτείς αυτό που δίνεις να το παίρνεις πίσω -δεν τους το χρωστάς.

Να μάθεις να σέβεσαι την αγάπη σου, το χρόνο σου και την καρδιά σου.

Μην πιστεύεις αυτά που λένε -η αγάπη δεν είναι ανεξάντλητη, τελειώνει.

Η καρδιά χαλάει, θα τη χτυπάς μια μέρα και δεν θα δουλεύει.

Να καταλάβεις πως οι δεύτερες ευκαιρίες είναι για τους δειλούς

-οι τρίτες για τους γελοίους.

Μην τρέμεις την αντιστοιχία λέξεων-εννοιών, να ονομάζεις σχέση τη σχέση, την κοροϊδία κοροϊδία.

Να μαλώνεις τον εαυτό σου καμιά φορά που κάθεται και κλαψουρίζει

-σαν μωρό κι εσύ κάθεσαι και του δίνεις γλειφιτζούρι μη και σου στεναχωρηθεί το βυζανιάρικο.

Να μάθεις να ψάχνεις για αγάπες που θυμίζουν Καζαμπλάνκα

– όχι συμβάσεις ορισμένου χρόνου

Και να μάθεις να φεύγεις από εκεί που ποτέ πραγματικά δεν υπήρξες.

Να φεύγεις κι ας μοιάζει να σου ξεριζώνουν το παιδί από τη μήτρα.

Να φεύγεις από όσα νόμισες γι’ αληθινά, μήπως φτάσεις κάποτε σ’ αυτά.

 

Συντάκτης: Ταρασία Γεωργιάδου