Ακούμε συχνά από τους παλαιότερους ότι κάποτε τα κλειδιά ήταν πάνω στην εξώπορτα, και όποιος ήθελε έμπαινε στο σπίτι για να τους επισκεφτεί. «Ωραία χρόνια», αναφωνούν με νοσταλγία.

Στο μυαλό μας έρχονται οι κοινωνίες των μικρών χωριών, όπου ο κανόνας ήταν «είδα φως και μπήκα». Ιδιωτικότητα, σεβασμός και ενσυναίσθηση; Μηδέν. Κι όμως, αυτό θεωρούνταν απόλυτα φυσιολογικό. Για τα δικά μας δεδομένα, όμως, αυτό ακούγεται τουλάχιστον παράλογο: «Κλειδί πάνω στην πόρτα; Ξαφνική άφιξη; Τι είναι αυτά;»

Τα χρόνια πέρασαν, και οι αλλαγές που έφεραν σηματοδότησαν την έλλειψη εμπιστοσύνης στον άνθρωπο. Οι πόρτες έγιναν θωρακισμένες, οι κλειδαριές ασφαλείας και οι σύρτες κομμάτι της καθημερινότητας. Ο άνθρωπος άρχισε να φοβάται τον άνθρωπο.

Παρόλα αυτά, για αρκετά χρόνια διατηρήθηκαν οι σχέσεις γειτονίας και οι φιλικές σχέσεις. Οι γείτονες χτυπούσαν το κουδούνι για να ζητήσουν κάτι ή για έναν γρήγορο καφέ και κουβέντα. Κανείς δεν έβρισκε ενοχλητική αυτή την ξαφνική «εισβολή» στον χώρο του, και υποδέχονταν τον επισκέπτη με πλατιά χαμόγελα και φιλοξενία.

Οι παλιότεροι έλεγαν: «Ο γείτονας πιο σημαντικός κι από συγγενή». Σήμερα, ελάχιστοι γνωρίζουν ποιος μένει δίπλα τους, και ακόμα λιγότερο ενδιαφέρονται. Στενοί συγγενείς είχαν τότε το «αναφαίρετο δικαίωμα» να χτυπούν το κουδούνι όποτε ήθελαν. Ως παιδιά, συχνά ενοχλούμασταν από την ξαφνική άφιξη της θείας Μαρίκας, Κυριακή πρωί, που ήθελε να μάθει τα νέα μας με την τσίμπλα στο μάτι. Αλίμονό μας αν δείχναμε δυσαρέσκεια! Οι γονείς μας θεωρούσαν φυσιολογική αυτή την εισβολή κι εμάς παράλογους που δυσανασχετούσαμε.

Αυτά μέχρι πριν από λίγα χρόνια. Τι γίνεται όμως σήμερα;

Η καθημερινότητά μας έχει σκληρύνει, και αυτό εξηγεί τις αλλαγές. Ο χρόνος που διαθέτουμε για να δούμε τους αγαπημένους μας έχει συρρικνωθεί, και δε θέλουμε «παρείσακτους» να παρεμβαίνουν στις λίγες στιγμές που προσπαθούμε να νιώσουμε όμορφα. Τα παιδιά μας, μεγαλωμένα με πιο ανοιχτά μυαλά, δεν αποδέχονται πια την ξαφνική επίσκεψη από οποιονδήποτε συγγενή ή φίλο, και καλά κάνουν.

Το σπίτι μας είναι πλέον το μοναδικό μέρος όπου μπορούμε να αποσυρθούμε από τον συνεχή «βομβαρδισμό» πληροφοριών και να νιώσουμε τη θαλπωρή και την ησυχία που μας στερεί η συνεχιζόμενη επαφή με ανθρώπους. Οι επιστήμονες μιλούν για «κοινωνικό hangover», κάνοντας σαφές ότι η μοναχικότητα και η αποσύνδεση είναι αναγκαίες για να αντέξουμε.

Οι περισσότερες γυναίκες εργάζονται πλέον, και το σπίτι δεν είναι πάντα έτοιμο να δεχτεί επισκέπτες. Ίσως ακούγεται αστείο, αλλά η υποδοχή των επισκεπτών απαιτεί μια προετοιμασία και, ίσως, ένα dress code. Ναι, οι νεότερες γενιές έχουν απαλλαγεί από τα στερεότυπα της «καλής νοικοκυράς», όμως κάποια πράγματα παραμένουν.

Η κινητή τηλεφωνία και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κάνουν την επικοινωνία εύκολη. Τι πιο απλό από το να ρωτήσει κανείς αν μπορεί να μας επισκεφτεί; Είναι υπόθεση δύο δευτερολέπτων και δείχνει ποιότητα και σεβασμό. Ενοχλούμαστε πλέον όταν κάποιος χτυπά ξαφνικά το κουδούνι χωρίς προειδοποίηση, και θεωρείται έλλειψη ευγένειας και σεβασμού στον χώρο και τον χρόνο μας. Οι φρενήρεις ρυθμοί της καθημερινότητας περιορίζουν τον χρόνο ξεκούρασης, και ο απρόσκλητος επισκέπτης αντιμετωπίζεται πλέον εχθρικά.

Προσωπικά, θεωρώ πρόοδο αυτή την εξέλιξη και όχι αποξένωση. Είναι ένδειξη σεβασμού προς τον χώρο και τον χρόνο του καθενός μας, ακόμα και με τον πιο ακραίο περιορισμό: την αποστολή μηνύματος πριν από το τηλεφώνημα, ώστε να σεβαστούμε τις στιγμές του άλλου. Στο τέλος της ημέρας, αυτούς που πραγματικά θέλουμε να δούμε, τους προσκαλούμε και είμαστε πρόθυμοι να μοιραστούμε τον χρόνο μας και την εστία μας.

Συντάκτης: Χριστίνα Ευτυχίδου
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη